Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Και στην πλώρη καθησμένος ο μηχανικός με το τσιμπούκι αναμμένο εκουβέντιαζε ράθυμα και αναπαυτικά με τον Καλέμη σαν να ήσαν στο τραπέζι κάποιας ταβέρνας. Ο Αιγινήτης επήγε μακριά κ' έρριξε τον βουτηχτή του. Όμως δεν εύρισκε τίποτα εκεί και τραβώντας εμπρός έσυρε το καΐκι πάλι δίπλα στο καΐκι του Πίπιζα.
Και άξαφνα φοβεροί αποκλαμοί αφροκόκκινοι και στοιχειωμένοι επρόβαλαν μέσ' από τις πέτρες, εκλείσθηκαν ολόγυρα στο ξύλο και ίσως η Χάρυβδις έσυρε κάτω την «Άγια Μαύρα» με όλα τα κακούργα Τελώνια. Όμως μαζί τους ήταν και ο Λάμπρος Κάργας ο σύντροφος. Όταν το πρωτάκουσα ήμουν παιδί στα σπάργανα. Και όταν έφτασα εικοσάχρονο παληκάρι έλεγαν ακόμη για εκείνο με τον ίδιο θαυμασμό και περισσότερη φρίκη.
Είπε, το χέρι του έσυρε απ' το χέρι τ' Αντινόου εύκολα• κ' εσυγύριζαν το γεύμ' αυτού οι μνηστήρες κ' εκακολόγουν τον αυτοί κ' εμπαίζαν μεταξύ τους• και από τους νηούς τους υβρισταίς έλεγε κάποιος τούτα•
Έπειτα την έβαλε μέσα εις ένα μεγάλο κογχύλι και το έσυρε να πλέη εις την θάλασσαν.
Τότε μ' έσυρε παράμερα και όταν ευρέθη μεν μακράν των άλλων, έσκυψε και μου είπε χαμηλοφώνως στ' αυτί: Η καλλίτερα και φρονιμωτέρα είνε η ζωή των απλών ανθρώπων.
Έπειτα άρπαξε τον χωριάτην τον Γόργον και τον έσυρε από τα μαλλιά και άρχισε να τον κτυπά αυτός — νομίζω ότι ονομάζεται Δεινόμαχος αυτός ο στρατιώτης — και ο συστρατιώτης του με τόση λύσσα που δεν γνωρίζω αν θα ζήση ο άνθρωπος• διότι έτρεξε αίμα πολύ από τη μύτη του και το πρόσωπο του επρίσθη όλο κι' εμαύρισε. ΚΟΧΛ. Ετρελλάθη ο στρατιώτης εκείνος ή μεθυσμένος ήτο;
Ο Επιστάτης με μιαν αρμαθαριά κλειδιά γιαλιστερά κι άσπρα από την αδιάκοπη χρήση, μπήκε μπροστά στον Αρχιφύλακα. Επέρασε ένα κλειδί· ύστερ' άλλο ένα. Τα στρυφογύρισε μ' ορμή στις κλειδαριές· άνοιξε το βαρύ λουκέτο· έσυρε τον ολόχοντρο μάνταλο έσπρωξε τη σιδεροκάρφωτην πόρτα με τον ώμο του. Μπήκε μπροστά ο Επιστάτης με τα χαρτιά στο χέρι. Μπήκε ξοπίσω ξιπασμένος κι ο Αρχιφύλακας.
Μ' έσυρε στον καναπέ κ' έγυρε το κεφάλι της στον ώμο μου και στρυμώχτηκε κοντά μου, σα να ζητούσε να βρη αυτού προστασία απ' όλα τα δεινά και τους πόνους του κόσμου. Χωρίς ναλλάξη θέση, άπλωσε το χέρι της κ' έκλεισε το βιβλίο. — Είναι ένα μωρό βιβλίο, είπε. Δεν μπόρεσα να το νοιώσω ποτέ. — Μωρό δεν είναι, της είπα με χαμόγελο. — Εσύ το είπες, είπε κι ανασηκώθηκε. — Εγώ; Ποτέ!
Ο Αμλέτος μανιακός εφόνευσε τον γέρον Πολώνιον, κ' έσυρε το σώμ' απ' το δωμάτιον της μητρός του· θα πάτ' ευθύς να τον ευρήτε μ' εύμορφον τρόπον, και θα φέρετε το πτώμα 'ς το παρεκκλήσι· ω φίλοι, μην αργοπορήτε.
Ο Βινίκιος τον απώθησεν, αλλ' εκείνος τον έλαβεν από του βραχίονος και τον έσυρε προς εαυτόν. — Εάν θέλης να μάθης κάτι διά την Λίγειαν, έλα μαζή μου, είπε, θα σου ανακοινώσω τας σκέψεις μου. Εισήλθον εις το εσωτερικόν περιστύλιον και εκάθησαν επί μαρμαρίνου καθίσματος διά να συνομιλήσουν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν