Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Είπε, και τρέχει ο Όνειρος σαν άκουσε το λόγο, και χέρι χέρι ως στα γοργά καράβια κατεβαίνει κι' εκεί τραβάει κατά το γιο του ξακουσμένου Ατρέα. Και κοιμισμένο μέσα εκεί τον βρήκε στην καλύβα, κι' ύπνος αθάνατος παντού είταν χυμένος γύρω.

Και πού τώχεις αυτό το παιδί; Μήπως σούστειλε γράμμα καμμιά φορά; Μήπως έμαθες γι' αυτό το παιδί καμμιά φορά; Δεν συμμαζώνεις τα μυαλά σου λιγάκι; — Εσύ να μαζώξης τα λωριά σου, γιατί θα σου τα μαζώξω εγώ! Αυτά συνέβαιναν συχνότατα. «Μα πού παίρνει χαμπάρι πώς έρχονται καράβια», έλεγεν απορούσα η κόρη.

Τότες στον Αχιλέα 214 τρέχει η αμάλαγη θεά, του Δία η θυγατέρα, και πάει κοντά του στέκεται και του μιλάει διο λόγια 215 «Τώρα πια ολπίζω, ξακουστέ λεβέντη μου Αχιλέα, με δόξα πίσω ολόλαμπρη θα πάμε στα καράβια σφάζοντας πριν τον Έχτορα, τ' αμπούχτιστο κοντάρι. Τι τώρα δε γλυτώνει πια, και κόσμο α θε χαλάσει 220 ο Φοίβος, και στου Δία ομπρός αν κυλιστεί τα πόδια.

Κι' αφού με λάδι τρίφτηκαν, λουσμένοι και τριμένοι καθήσανε ψωμί να φαν, και της θεάς μοσκάτο στάζουν κρασί που κένωσαν γιομάτη από κροντήρα. Κι' απ' του λεβέντη Τιθωνού την αγκαλιά η Αβγούλα σηκώνουνταν να φέρει φως σ' όλους, θεούς κι' αθρώπους· κι' έστειλε ο Δίας στα γοργά καράβια την Αμάχη φριχτή, που πολεμόσκιαχτρο στα χέρια της βαστούσε.

Ο Καπετάν πασάς με την αρμάδα κατέπλευσε και άραξε, ανάμεσα στον Μέγαν Γιαλόν κ' εις τον Μικρόν Γιαλόν. Καράβια εγέμισε ο τόπος ο υγρός, εμαύρισε όλ' η θάλασσα.

Τι με καράβια παν τη μια στη Χρύσα οι μαβρομάτες Αργίτες έχοντας μαζί για το θεό σφαχτάρια, 390 και την κοπέλα οι Δαναοί που μούδωκαν εμένα, ήρθαν πολιώρα οι κράχτες του και πίσω μού την πήραν. Μα βόηθα, μάννα, εσύ, αν μπορείς, τον αντριωμένο γιο σου. Σύρε να πάς στον Έλυμπο και να περικαλέσεις το Δία, αν την καρδιά άλλοτες, ή μ' έργατα ή με λόγο, 395 μια στάλα του τη γλύκανες.

Πού να τον 'πω τον πόνο μου, πού να τον απορρίξω; Να τον ειπώ 'ςτά τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάταις, Να τον αφήσω 'στά κλαριά, τον παίρνουν τ' αγριοπούλια!... Κι' αν κλάψω, τα φαρμακερά τα δάκρυα πού να πέσουν; Αν πέσουνε, 'ςτή μαύρη γη, χορτάρι δε φυτρώνει, Αν πέσουνε 'ςτόν ποταμό, ο ποταμός θα στύψη, Αν πέσουνε 'ςτή θάλασσα, πνίγονται τα καράβια, Κι' αν τα βαστάξω 'ςτήν καρδιά, με καίν', με φαρμακώνουν Αναθεμά σε, ξενητειά, με τα φαρμάκια πώχεις!

την πόλιν αυτών ήλθαμε και εις τα λαμπρά παλάτια, ολόκληρο μ' εξένιζε φεγγάρι, και, ως μ' ερώτα, ένα προς ένα τώλεγα με τάξι εγώ, την Τροία, 15 και τ' άρμενα των Αχαιών και την επιστροφή τους. αλλ' ότ' εζήτησα κ' εγώ να με ξεπροβοδήση, πρόθυμος το προβάδισμα μού ετοίμασεν εκείνος• έκδαρε βώδι εννηάχρονο και μώδωοε τ' ασκί του, κ' έδεσε μέσα ταις ορμαίς των ηχηρών ανέμων, 20 τι των ανέμων φύλακα τον έκαμε ο Κρονίδης, όποιον εκείνος βουληθή να πάυ' ή να σηκόνη. με λαμπρό σύρμα το 'δεσετου καραβιού το βάθος, ολάργυρο, μη κάπουθεν άχνη περάση ολίγη. κ' εμ' έστειλε του Ζέφυρου το πνεύμα να οδηγάη 25 εμάς και τα καράβια μας• αλλά να το τελειώση δεν έμελλε• εχαθήκαμεν από την αγνωσιά μας.

Σύρε, κι' εγώ στον Πρίαμο μηνάω πως στα καράβια να πάει το λατρεμένο του παιδί να ξαγοράσει με δώρα που τα σωθικά να γιάνουν τ' ΑχιλέαΈτσι είπε, κι' άκουσε η θεά, η Θέτη η λεφκοπόδα, 120 κι' οχ του Ελύμπου τις κορφές κατέβηκε πετώντας, και στην καλύβα απέ έφτασε του γιου της.

Ο γαμβρός, αφού απέκτησεν έν τέκνον, έλειπεν όλον τον καιρόν, Εταξίδευε λοστρόμος με τα καράβια. Ήτον φημισμένος ναυτικός, αλλά σπάταλος κ' αξένοιαστος. Τώρα τελευταία, είχεν αργήσει τρία έτη να έλθη εις τον τόπον.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν