Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
'ς τον εύμορφον εμπήκαμε λιμένα, 'που από βράχους κλειέται υψηλούς ολόγυρα 'ς το 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι, και άκραις ξεβγαίνουν πετακταίς αντίκρ' η μια της άλλης 'ς την θάλασσα, κ' έχει στενό το στόμα του ο λιμένας. 90 εκεί μέσ' όλοι ωδήγησαν τα ισόπλευρα καράβια. και τούτα μέσα εδέθηκαν εις τον βαθύ λιμένα, σύνεγγυς όλα, ότι ποτέ δεν φούσκονε αυτού κύμα ούτε μεγάλο, ούτε μικρό, αλλ' άσπρη έχει γαλήνη• εγώ μόνος εκράτησα έξω το μαύρο πλοίο 95 αυτού 'ς την άκρα, κ' έδεσα 'ς τον βράχο το σχοινί του. και ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφήν πετρώδη, και ούτ' έργα εφαίνονταν βωδιών αυτού και ούτ' έργ' ανθρώπων. τον καπνό μόνον βλέπαμε, 'που από την γην επήδα. τότε συντρόφους έστειλα να υπάγουν και να μάθουν 100 ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποι 'ς την γην εκείνην ήσαν, δυο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. τον δρόμον ακολούθησαν εκείνοι, όπου τ' αμάξια τα ξύλ' άπ' τα υψηλά βουνά 'ς την πόλιν καταιβάζαν, και άντεσαν νέαν, πώπαιρνε νερόν εμπρός 'ς την πόλι 105 του Αντιφάτη, βασιληά των Λαιστρυγόνων, κόρη. κατέβ' η νέα 'ς την λαμπρή πηγή, την Αρτακία, ότι απ' εκείνην έφερναν όλοι νερό 'ς την πόλι. την επλησίασαν αυτοί, της μίλησαν, κ' ερώταν ποιος είν' εκείνων βασιληάς, και ποιους εξουσιάζει. 110 και η κόρη ευθύς τους έδειξε το δώμα του πατρός της. εις το παλάτι ως έφθασαν την σύντροφόν του ευρήκαν, 'που ως κορφοβούν' ήτο υψηλή, και τους επήρε φρίκη. έκραξε από την σύνοδον τον άνδρα της εκείνη, τον Αντιφάτην, οπού ευθύς να τους χαλάση εσκέφθη. 115 άρπαξε αμέσως κ' έφαγεν τον έναν των συντρόφων• οι άλλοι δυο πετάχθηκαν και 'ς τα καράβια φθάσαν. και αυτός 'ς την πόλι σήκωσε βοή, και οι Λαιστρυγόνες, ως άκουσαν, οι δυνατοί κείθε κ' εδώθ' ερχόνταν άπειροι, και δεν ώμοιαζαν ανδρών αλλά Γιγάντων. 120 και με πέτραις αβάστακταις των βράχων απ' ταις άκραις κτυπούσαν και άρχισε κακός εις τα καράβια κρότος, οι άνδρες ως φονεύονταν κ' εσπώνταν τα καράβια. και ως ψάρια τους καμάκιζαν και, άθλιο φαγί, τους παίρναν. και αυτούς ενώ ξολόθρευαν εις τον βαθύ λιμένα, 125 απ' το πλευρό μου έσυρα το ακονητό σπαθί μου κ' έκοψα τα πρυμόσχοινα του μαυροπλώρου πλοίου• και τους συντρόφους πρόσταξα να πέσουν 'ς τα κουπία να φύγουμε απ' τον όλεθρο, κ' εκείνοι τρομασμένοι όλοι ενταυτώ με τα κουπιά την θάλασσαν ταράξαν. 130 κ' ευφρόσυνα εις το πέλαγος έφυγε από τους βράχους τους κρεμαστούς το πλοίο μου• τ' άλλ' όλ' αυτού χαθήκαν.
Πως την Χρυσίδα με στερεί ο Φοίβος ο Απόλλων, Κ' εγώ μεν με καράβια μου, και φίλους μου την στέλνω, Αλλά την καλομάγουλην Βρισίδα κ' εγώ παίρνω, Το δώρον σου, ερχόμενος ο ίδιος 'ς την σκηνήν σου, Για να ιδής εσύ καλά το πόσον απ' εσένα Είμαι καλλίτερος εγώ· να φοβηθή και άλλος Ίσια μ' εμένα να 'μιλή, και όμοιος να γένη.
Απάντησε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας• 280 «Ξεύρω, εννοώ• και, ό,τ' είπες συ μόνος του βάζει ο νους μου. αλλά συ πήγαιν' έμπροσθεν και οπίσω εγώ θα μείνω• και από κτυπιαίς αμάθητος και απ' ακοντιαίς δεν είμαι. βαστά η καρδιά μου, ότι κακά πολλά την βασανίσαν 'ς ταις μάχαις και 'ς τα πέλαγα• και αυτό μ' εκείν' ας έλθη. 285 αλλά την λύσσα της κοιλιάς δεν δύνασαι να κρύψης, 'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη• για κείνην αρματόνονται και στερεά καράβια, και για να βλάψουν τους εχθρούς διασχίζουν τα πελάγη.
Πώς γάιδαρος νικάει παιδιά διαβαίνοντας χωράφι, στανιάρης και πολλά του σπουν στη ράχη του ματσούκια, και μπαίνει κόφτει τα βαθιά σπαρτά, και τα κοπέλια 560 τον κοπανούνε, μα άπλερη είναι έτσι η δύναμή τους, και μόλις πια τον διώχνουνε σαν την τυλώσει πρώτα· έτσι ακλουθούσανε το γιο του Τελαμώνα πάντα τότε οι πολύτοποι βοηθοί κι' οι αλογάδες Τρώες και την ασπίδα αδιάκοπα του ακόντιζαν στη μέση. 565 Κι' ο Αίας πότες φρόντιζε να πολεμάει γυρνώντας πίσω ξανά κι' αμπόδιζε τα τάγματα των Τρώων, ποτές γυρνούσε κι' έφεβγε· μα ως στα γοργά καράβια να προχωρήσουνε άκοποι τους έφραζε το δρόμο. 569
Πως με τα λόγια κάθε μέρα από το πρωί ως το βράδυ μας πολεμούνε, μας σφάζουν, και μέσα στην Αγιά Σοφιά τα Νικητήριά τους ψάλλουν! Βάη, βάη, Ντελή Ορούμ, βάη! Στον κόσμο ρεζίλι γένηκαν, που δυο τρεις βράχους να κυβερνήσουνε δε γροικούν, και καράβια σιδερένια, λέει, κάμανε, να μας καταχτήσουν ε! Βάη, βάη, Ντελή Ορούμ, βάη!
Πολλά καράβια έμπαιναν στο λιμάνι. Ό Πύργος υψώνετο αντίκρυ στη θάλασσα, ισχυρός και ωραίος καλά προφυλαγμένος από κάθε επίθεσι και κάθε πολεμική προσβολή. Ο ψηλότερος πυργίσκος του, που τον είχαν χτίσει, παλαιικά οι γίγαντες, ήταν φτιαγμένος από μεγάλους και καλοκομμένους πέτρινους όγκους, πράσινους και γαλανούς. Ο Τριστάνος ρώτησε τόνομα του Πύργου. «Ωραίε ακόλουθε, Τινταγκέλ ονομάζεται.
Τότες εκείνος τ' απαντάει με την ψυχή στο στόμα «Πιος είσαι εσύ, θεούλη μου, που μ' αρωτάς αγνάντια; Δε σ' τόπαν πως σαν έσφαζα τους Αχαιούς στα κοίλα καράβια ομπρός, με βάρεσε στα στήθια με μια πέτρα του Τελαμώνα ο άξιος γιος και μ' έβγαλε απ' τη μάχη; 250 Και μια στιγμή είπα, σήμερα πως στα λημέρια τ' Άδη και στους νεκρούς θα βραδιαστώ, γιατί είχα ψυχομάχη.»
Αυτοί δε και αθέλητα, κατάγιαλα κινώντας, 'Σ των Μυρμηδόνων ταις σκηναίς, και 'ς τα καράβια πήγαν Τον ηύραν 'ς το καράβι του σιμά και 'ς την σκηνήν του Καθήμενον τους είδ' αυτός, και δεν επαραχάρη. Φοβήθκαν, και συστάλθηκαν αυτοί τον βασιλέα, Και στάθκαν· δεν τον 'ρώτησαν τίποτε, ούτε είπαν. Εκείνος όμως με τον νουν τ' εγνώρισε, κ' εφώναξ'. Χαίρετε, κήρυκες, Διός μηνύτορες κι' ανθρώπων.
O Κουμπής εν τω μεταξύ είχεν υπάγει προς συνάντησιν του παπά-Σταμέλου ενορίτου του, εφημερεύοντος εις τον ναόν του Χριστού και του είπε: — Το βράδυ-βράδυ, να πάρης το πετραχείλι σου, και το αγιασματάρι· θα πάμε μαζί, για να ψάλης αγιασμό στη φεργάδα. Ο παπάς τον εκύτταξε με απορίαν. — Μη σου φαίνεται παράξενο. Είνε τόσοι χριστιανοί μέσ' τα καράβια.
Κι όξω τους βγάζει, σα μικρά ζαρκάδια σαστισμένους, πίσω τα χέρια δένοντας με τα καλοκομένα 30 λουριά που γύρω τα στριφτά τους έζωναν τσαπράζα· κι' έτσι οι συντρόφοι του δετούς τους πήγαν στα καράβια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν