United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΓΟΡΓΩ Άκουσες, Πραξινόη μου, πόσο σοφή είνε η κόρη; Καλότυχη είνε αληθινά για όσα τραγούδια ξέρει κι ακόμα πιο καλότυχη για τη γλυκειά φωνή της. Μάνε καιρός, μου φαίνεται, να πάμε και στο σπίτι. Ο άντρας μου είνε νηστικός κ' εύκολος στο θυμό του κι όταν πεινάη, αλλοίμονο σ' όποιον μπροστά του λάχη. Αγαπημένε μ' Άδωνι, χαίρε! κι όταν ξανάρθης χαρούμενους κι ολόχαρους όλους μας να μας εύρης.

Αχ! δεν της κάνουν τίποτε τα δόλια μαγικά μου Γιατ’ έτυχε η καλότυχη να γεννηθή Σαββάτο , Σαββάτο, μοσκοσάββατο της Μεγαλοβδομάδας! Ανάθεμά τες, που γεννούν τες μάννες τα Σαββάτα, Κ’ ακόμα τρις ανάθεμα σ’ εκείνες, που γεννούνε Παιδιά και κόρες ώμορφες τρία καλά Σάββατα Της τυρινής αποκριάς, της Καθαροβδομάδας Και το Μεγαλοσάββατο, που ανοίγουν τα κυβούρια!

Θηλυκό ήταν το παιδί τούτο· και κείτοντας κοντά του σπάργανα και σημάδια, φασκιά ολόχρυση, ποδήματα χρυσοκέντητα και βρακάκια χρυσοΰφαντα. Κ' επειδή ενόμισε σαν κάτι θεοτικό το ηύρεμα κ' έπαιρνε παράδειγμα από την προβατίνα να λυπηθή το παιδί και να τ' αγαπάη, παίρνη το μωρό στην αγκαλιά του, ρίχνει τα σημάδια στο ταγάρι του και παρακαλεί τις Νύμφες καλότυχη να αναθρέψη την ικέτιδά τους.

Είκοσι χρονών παιδί, καλή ώρα σαν το Γιαννιό τον αρραβωνιαστικό σου. Ποιο λεβέντης ακόμα. Τον καιρόν εκείνο είμαστε καλύτεροι από τους σημερινούς. Όσο πάει και ξεπέφτει η γενηά. Ας είνε... Ας είχα τα χρόνια του κι' ας ήμουνα κ' ο μισός απ' αυτόν. Γελάς ε; Έτσι γελούσε κ' η μάννα σου σαν της μιλούσαν για μένα. Καλότυχη! Όμορφη και καλή ήτανε μα κ' οι Βενετσάνες ήταν ωμορφότερες.

Μα τι βαστούσε δεν μπορούσε να θυμηθή η Ουρανίτσα. Άμα ξύπνησε το είπε της μάννας της. — Καλό όνειρο, καλότυχη. Γράμμα βαστούσε το περιστέρι στη μυτίτσα του. Θα μας φέρη γράμμα. Και κόκκινη κορδέλλα. Το κόκκινο γρήγορο είνε. Θάχωμε γράμμα με το δίχως άλλο σήμερα. Δεν έχει^ σωθήκαν τα ψέμματα. Η Ουρανίτσα έγινε κατακόκκινη σαν το τριαντάφυλλο. Η ωμορφιά της έλαμψε στην αυγή. Ήταν χαράματα ακόμα.

Θενά δης καράβια και καράβια, άλλα να σκαρώνουνται σιμά στο λιμένα, άλλα πάλι αραγμένα ή και στην αμμουδιά τραβηγμένα, κι άλλα να σηκώνουνται γεμάτα σιδερόχερους κωπηλάτες, που ξεκινούνε να διαφεντέψουν την καλότυχή τους πατρίδα.

Έτσι είπε, και της τάραξε τα σπλάχνα μες στα στήθια. 395 Σαν ένιωσε όμως της θεάς τ' αχτιδοβόλα μάτια. τα χαριτόμορφα λαιμά, τα στήθια που μαγέβουν, σκιάχτηκε τότες κι' άνοιξε τα χείλια ναν της κρίνει «Καλότυχη, τι θες μ' αφτά το νου να μου πλανέσεις; Μη θες πιο πέρα να με πας σε κάμια πλούσια χώρα, 400 στη Μαιονιά είτε στη Φρυγιά με τα πολλά τ' αμπέλια, αν έχεις κάνα νιο κι' εκεί ακριβαγαπημένο; Πώς τάχα τώρα νίκησε τον Πάρη ο γιος τ' Ατρέα και θέλει πίσω σπίτι του την έρμα να με πάρει, τώρα γι' αφτό μού κόπιασες με τα πλανέματά σου; 405 Σύρε σιμά του κάθησε και τους θεούς παραίτα, κι' ας μη σε παν τα πόδια σου στον Έλυμπο πια πίσω, Μον πάντα τυραγνιού μ' αφτόν και βλέπε τον στα μάτια ως που ή γυναίκα ή σκλάβα του στο τέλος να σε κάνει.

Τότες ο Δίας απαντάει βαριά αγαναχτισμένος 30 «Καλότυχη, μα τι λοιπόν! τόσα κακά σου κάνουν ο Πρίαμος κι' όλοι του οι γιοί, που πολεμάς αιώνια να τους ρημάξεις σύριζα τη μυριοπλούσια χώρα; Ας δύνουσουν μονάχα εσύ να μπεις στο κάστρο μέσα κι' ωμό να φας τον Πρίαμο, να φας και τα παιδιά του 35 μ' όλους τους Τρώες, τότες πια θα χόρταινε ο θυμός σου.