United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι τέσσερες άπιστοι προδότες χλωμιάζουν, σαν ακούνε αυτά τα λόγια. Βλέπουν κι' όλα κρυμμένο τον Τριστάνο να τους παραμονεύη. «Μεγαλειότατε, λέει ο αυλάρχης, αν αλήθεια σε υπηρέτησα σ' όλη μου τη ζωή παράδωσέ μου την Ιζόλδη. Αναλαμβάνω γι' αυτή σα φύλακας και σαν Εγγυητής της». Αλλά, αλύγιστος, ο Βασιληάς πιάνει το Ντινάν από το χέρι κι' ορκίζεται στους αγίους πως θα τιμωρήση δίχως αναβολή.

Όταν ο βασιληάς της Ιρλανδίας κάθησε κάτω από το θόλο του θρόνου του, ο αυλάρχης Αγκυγκεράν ο Ρούσσος προσεφέρθη ν' αποδείξη με μάρτυρες ή και να υποστηρίξη με μονομαχία ότι αυτός εσκότωσε το θερίο κι' ότι έπρεπε να του δώσουν την Iζόλδη γυναίκα.

Καθώς η Βασίλισσα του έβγαζε την πανοπλία του, η φαρμακωμένη γλώσσα του δράκοντα έπεσε από την μπότα. Τότε η Βασίλισσα της Ιρλανδίας ξύπνησε τον πληγωμένο με κάποιο βότανο, και του είπε: «Ξένε, γνωρίζω ότι συ πραγματικώς σκότωσες το θεριό. Όμως, ο αυλάρχης μας, ένας άπιστος, ένας τιποτένιος, τούκοψε το κεφάλι, και ζητάει γι' αμοιβή την κόρη μου την Ιζόλδη την Ξανθή.

Μπροστά στη σκηνή του Βασιληά Αρθούρου, είχαν απλώση χάμω ένα πλούσιο ύφασμα της Νικαίας, και απάνω είχαν τοποθετήσει τα λείψανα των αγίων, βγαλμένα από της ιερές θήκες τους. Ο άρχοντας Γκωβαίν, ο Ζιρφλέ, και ο αυλάρχης Κε τα κρατούσαν υπό την επίβλεψί τους. Η Βασίλισσα, αφού παρακάλεσε το Θεό, έβγαλε έπειτα τα στολίδια της από το λαιμό και τα χέρια, και τάδωσε στους φτωχούς επαίτες.

Ο άνεμος τους ήρθε καλός κι' αλαφρός, κ' ένα πρωί, πριν από την αυγή, οι τέσσερες σύντροφοι ανέβαιναν στο Λιντάν. Εκεί δίχως άλλο ο καλός αυλάρχης, ο Ντινάς ντε Λιντάν, θα τους φιλοξενούσε και θα μπορούσε να κρατήση μυστικό τον ερχομό τους.

Λοιπόν καλά, ακολούθα με, Τριστάνε. θα σε βοηθήσω». Ο αυλάρχης έκρυψε στο Λιντάν τον Τριστάνο, τον Γκορνεβάλη, τον Καερδέν και τον ιπποκόμο του, κι' όταν ο Τριστάνος του ιστόρησε λέξι προς λέξι όλες της τελευταίες περιπέτειες του, ο Ντινάς πήγε στο Τινταγκέλ για να μάθη νέα της Αυλής.

Αλλά το διαλυμένο δηλητήριο που βγήκε από την γλώσσα του τέρατος άναψε απάνου στο σώμα του, και ο αντρείος έπεσε λιποθυμισμένος στα ψηλά χορτάρια που ήσαν γύρω από τον βάλτο. Λοιπόν μάθετε, ότι ο φυγάς με τα σηκωμένα κόκκινα μαλλιά ήταν ο Αγκυγκεράν ο Ρούσσος, αυλάρχης του Βασιλέα της Ιρλανδίας, κι' ότι γύρευε την Ιζόλδη την Ξανθή.