Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Σεπτεμβρίου 2025


Μας εκαλημέρισε με ευπροσηγορίαν, εις την οποίαν ουδέν διεκρίνετο ίχνος των χθεσινών επεισοδίων, και κτυπήσας τας παλάμας εφώναξε, «Μαρία, Μαρία». Η γραία υπηρέτρια μας έφερε τον καφέν. — Πώς είναι η Κυρία Σοφία; ηρώτησα. — Πολύ καλά, ευχαριστώ, απεκρίθη ο Κ. Μελέτης μειδιών. Απόδειξις δε, ότι εξήλθε πρωί πρωί με την θυγατέρα μου. Επήγαν να περάσουν την Κυριακήν των εις το Μοναστήρι των γυναικών.

Σας έκαμα σήμερον καμμιά εκατοστή κομμάτια με τα σαράντα, και αύριον πάλιν βλέπομεν. Είπε και μας απέθηκε πάσας επί του τραπεζίου. — Τόσας μόνον; ηρώτησεν αυταρέσκως μειδιών ο οικοδεσπότης. — Και αυτάς με πολλή δυσκολία· τα μυαλά του κόσμου, βλέπετε, άρχισαν ν' ανάφτουν, και το πράγμα πηγαίνει ολονένα τον ανήφορο. Αγορασταί πολλοί και πωληταί ολίγοι. — Ήσαν λοιπόν βασταγμέναι καλά σήμερον;

Τώρα που θα γείνωμεν πλούσιοι, δεν έχεις πλέον ανάγκην να ράπτεις, επανέλαβεν ο σύζυγος μειδιών. Αλλά το βεβιασμένον αυτού μειδίαμα εφαίνετο θέλον αυτόν μάλλον να φαιδρύνη ή την σύζυγόν του. — Πλούσιοι! εψιθύρισε μόλις ακουομένη η Σοφία, και παραιτούσα αίφνης την εργασίαν της.

Μόνος ο κουρεύς της Μονής ηστειεύετο ενίοτε προς τον αδελφόν Ιωάννην, ότε ούτος προσέφερε μειδιών εις το ξυράφιον παρειάν αγένειον και λείαν ως λίμνην εν ώρα νηνεμίας.

Η πρώτη προς αυτόν ερώτησίς μου απετέλει αληθή ερωτήσεων ορμαθόν. «Τι είναι η αίθουσα αύτη; Τι κάμνουσιν οι επί των σιδηρών τούτων πλακών εξηπλωμένοι, ο παχύς ούτος αξιωματικός, η ξανθή δέσποινα, ο χωρικός, η άλλη γυνή και το παιδίον; Διατί κρατούσι σχοινίον κώδωνος ανά χείρας ; Ζώντες είναι ή νεκροί;». Εις μόνην την τελευταίαν ταύτην ερώτησιν απεκρίθη μειδιών ο αγαθός Ίνσχιος. «Δεν ηξεύρω»· η εξήγησις όμως της αγνοίας του διήρκεσε δύο ολοκλήρους ώρας, δαπανηθείσας εις το να μοι αποδείξη επιστημονικώς, ότι προ της παρελεύσεως τεσσάρων τουλάχιτον ημερών, αδύνατον ήτο αυτώ ν’ αποφανθή μετά θετικότητος, αν οι ενώπιον ημών κατακείμενοι ήσαν ζώντες ή νεκροί.

Βλέπων δε άλλοτε μεν προς τους σκοτεινούς θόλους επάνω, οπόθεν, από ένα φεγγίτην μόνον κατήρχετο ολίγον φως ηλίου την ημέραν και ολιγώτερον φως αστέρων την νύκτα, διηγείτο εν ευγλωττία ακατασχέτω, με ενθουσιώδεις πολλάκις αναπάλσεις της φωνής του, με κραδασμούς του λάρυγγος θεωριών εν οπτασίαις, με οξυλάλους τιναγμούς της σπάθης του, τώρα εν τη ρύμη των λόγων του δακρύων, και τώρα αίφνης μειδιών, εν μυστική ψυχής ευφροσύνη, διηγείτο μυστηριώδη και παράδοξα με ένα ενθουσιασμόν προφητικόν.

Το πρόσωπόν της έλαμπε τώρα από χαράν, εκείνος, ανησυχήσας ελαφρώς κατ' αρχάςδιότι και ο αθωότερος αδυνατεί να υποστή, εντελώς ήσυχος, και την πλέον ανόητον κατηγορίαν, εννόησε τώρα τα πάντα και έλαβε μειδιών από τας χείρας της συζύγου την καπνοσύριγγα. — Υπέφερα πολύ και σε ηκολούθησα αλλά εγνώρισα την αντίζηλόν μου, την οποίαν τώρ' αγαπώ περισσότερον από σε.

Το παιδί μουΤότε εμβλέψας ο Αλής μειδιών προς τον γέροντα τω ηρνήθη αποτόμως και μόνον τω επέτρεψε να ίδη μακρόθεν, αν ήθελε, το περιπόθητον τέκνον.

Ο Στάθης ήρχισεν άλλην ομιλίαν, ωμίλει διά τα καθέκαστα του γάμου, διά τους καλεσμένους, οι οποίοι ήσαν τόσον πολλοί, ώστε δεν θα τους εχώρει το σπίτι . . . Είνε τω όντι φαντασμένος αυτός ο γαμβρός. — Μην το λες, και κακιών' η αδερφή μας, είπε μειδιών ο Θανάσης. — Εμένα μ' έχεις αδερφό, είπεν ο Στάθης· τον Γρηγόρη δεν τον έχεις ακόμα τίποτε. Η Αφέντρα είχε χαμηλωμένα τα όμματα κ' εσιώπα.

Αλλά τώρα με συγχωρείς να σ' αφήσω, προσέθηκεν ο Γιαννάκης μειδιών. Οι πελάται μου βλέπεις ανησυχούν. Πλησιάζει η εκκαθάρισις του μηνός, και έχομεν εργασίας· το εσπέρας όμως σε θέλω· θα έλθω να σε πάρω από το ξενοδοχείον σου. . . . Πού κατέλυσες; — Εις την Μασσαλίαν. — Λοιπόν αναβλεπώμεθα. Και οι δύο φίλοι εχωρίσθησαν.

Λέξη Της Ημέρας

παστρουμάδι

Άλλοι Ψάχνουν