Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Οκτωβρίου 2025
Τούτο μόνον είνε γνωστόν, ότι κατά το μεσημέρι, ενώ ο Σαϊτονικολής εγευμάτιζεν, είδεν εισερχόμενον τον αποστάτην, ταπεινόν και συνεσταλμένον. — Επέρασέ σου; του είπε μειδιών. Καλά τώλεγα 'γώ. — Συμπάθησέ μ' αφέντη, είπεν ο Μανώλης με ήθος οσίου και σκύψας ησπάσθη το πατρικόν χέρι. Όποια θες θα πάρω. — Εκείνη που θέλω εγώ τήνε κατέχεις. Τήνε λένε Πηγή.
Παρών δε ο Ιωάννης παρετήρει μειδιών και χαίρων τα έργα του, καθώς μειδιά και χαίρει φιλόστοργος πατήρ, οσάκις τρυφερώς ατενίζη τους οφθαλμούς επί των καλώς ανατεθραμμένων τέκνων του. Ο Γεροστάθης, βλέπων ημάς θαυμάζοντας τας ωραιότητας του κήπου, μας ηρώτησεν αν ευρίσκωμεν ομοιότητά τινα μεταξύ του κήπου του και του μεγάλου Αλεξάνδρου.
Αφού δε ηρεύνησε τα επί του πατώματος, ήρχισε να εξετάζη και τα επί των τοίχων. Παρηκολούθουν τας κινήσεις του εν σιωπή, μειδιών λάθρα διά την ανησυχίαν του. Υπεράνω της κλίνης του εκρέμαντο επί του τοίχου τρεις εικόνες· εν τω μέσω η Παναγία, εκατέρωθεν δε ο άγιος Νικόλαος και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ.
— Αλήθεια έγειναν μεγαλόπολις αι Αθήναι, διελογίσθη και εξηκολούθησε ροφών μεν τον καφέν του, προσπαθών δε ν' αναγνώση και τας εφημερίδας του. Αίφνης ίσταται ενώπιόν του ανήρ ομήλιξ, τον βλέπει επί τινας στιγμάς ατενώς, και τείνων προς αυτόν την χείρα, — Δεν με γνωρίζεις; λέγει προς αυτόν μειδιών. — Ο Γιαννάκης! αναφωνεί Ο νέηλυς Δημητράκης — εις ον πρέπει τέλος να δώσωμεν έν όνομα. — Ολόκληρος.
Ψυχάρης ετοποθετήθη παραπλεύρως μου μειδιών, υπομονητικός κτλ. κτλ. Αι εντυπώσεις του — Ήρθα, εδώ κ' ένας μήνας, από τη Γαλλία, σταλμένος από τη γαλλική κυβέρνηση στη Θεσσαλία και στα Κυκλαδικά νησιά. Θα το ήθελα πολύ, θάπρεπε μάλιστα να μπορούσα να σεργιανίσω όλη την Ελλάδα. Μα μόνο στη Θεσσαλία κατώρθωσα να πάω· άβριο πάλε φέβγω και πηγαίνω στα νησιά.
— Αυτό έπραξα και την έπαθα, και το άνθος μου απήλθεν. Εννοείς; την γυναικά μου έχασα, ω Διαβάτα. Και ο δυστυχής εκόπτετο και ωδύρετο. — Πώς; λέγω. Δεν εμνηστεύθης πριν νυμφευθής, και δεν διέγνωσες τι άνθος εξέλεγες; Ερρίφθη επί λίθου, και απήντησε μειδιών πικρώς: — Ω, ήτο πλάσμα θαυμάσιον τότε· ρόδα είχε εις την κεφαλήν και ρόδα εις το πρόσωπον· τόξα ήσαν αι οφρείς, και τα βλέμματα βέλη.
Όταν εξήλθομεν από την λειτουργίαν, περί το λυκαυγές, ο Γούμενος μειδιών, μας προσέφερεν επί της πεζούλας έξω του ναού, όπου εκαθήσαμεν, ροδάκινα και ρακί, ευλογίαν του Μοναστηρίου.
Ενώπιόν του ευρίσκετο ο δάσκαλος, ο φοβερός καλόγερος, αμετάβλητος, με την διαφοράν ότι τώρα προσήρχετο μειδιών να τον χαιρετήση. Ο Μανώλης, τον οποίον μία ορμή αλόγιστος ώθει εις φυγήν, ανεφώνησεν ασθμαίνων, ως να είχε διατρέξει λεύγας: — Φύγε! μη μου σιμώνης!
— Καλώς ταδέχθης, της είπε μειδιών. «Καλώς ταδέχθη» αυτή! και από ποίον επερίμενε τίποτε; — Έλαβα ένα γράμμα διά σε, Αχτίτσα, προσέθηκεν ο γέρων ιερεύς, τινάσσων την χιόνα από το ράσον και το σάλι του. — Ορίστε, δέσποτα! Και μακάρι έχω τη φωτιά, εψιθύρισε προς εαυτήν, ή το γλυκό και το ρακί να τον φιλέψω; Ο ιερεύς ανέβη την τετράβαθμον κλίμακα και ελθών εκάθισεν επί του σκαμνίου.
— Πλάνα, πλάνα! ανέκραξε μειδιών ο ιατρός· και ανοίγων την επιστολήν του συναδέλφου του εστράφη προς το δωμάτιόν του. Η Κυρά Λοξή σύρουσα τον τυφλόν, έρριψε βλέμμα θριαμβευτικόν επί της μαγειρίσσης, και ηκολούθησεν εις το δωμάτιόν του τον ιατρόν αναγινώσκοντα την επιστολήν. Ιδού το περιεχόμενόν της: «Σεβαστέ μου και φίλε καθηγητά. «Σας συνιστώ ενθέρμως την επιφέρουσαν το παρόν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν