Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Αφήστε τα κλάματα για τους δόλιους που θα γεννήσετε. Έλα μέσα στο σπίτι. Ας ρίξουμε μια ματιά στ' αρχοντικό του μεγαλήτερου προεστού μας πριν έρθη από την Αγορά και πατήση τις φωνές και κάμη τον κόσμο άνω κάτω. Δεν είναι, λέει, κακός, μόνο που θυμώνει. Θυμώνει, λέει, με τη γυναίκα του, σαν αργή το φαεί. Να θυμώση με τους προπατορικούς του εχθρούς, δεν ταιριάζει.
Ειμπορώ να το πω ενώπιόν της; Αν θυμώση; Αν λυπηθή; Αν αγριεύση; Η Αϊμά να αγριεύση; Η Αϊμά να θυμώση; Δεν ειμπορεί να θυμώση, αλλ' ειμπορεί να λυπηθή. Και τότε πώς θα την ικανοποιήσω; Είνε ποτε δυνατόν; Και την ζωήν μου όλην να θυσιάσω, και το αίμα μου να χύσω, δεν ειμπορώ να πληρώσω έν δάκρυ της. Αλλά τι λέγω; Δεν θα κάμω τίποτε. Είμαι εις απελπισίαν. Δεν είνε τόσον μεγάλη απελπισία.
Ρωμαίε, μα τα εύμορφα της Ροζαλίνας μάτια, μα το λευκόν της μέτωπον, τα κόκκινά της χείλη, μα το μικρόν ποδάρι της, την άντζαν της την ίσιαν, μα το παχοτρεμουλιαστόν μηρί της, σ' εξορκίζω, 'ς την φυσικήν σου την μορφήν εμπρός μας εμφανίσου ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Εάν σ' ακούση, βέβαια μαζή σου θα θυμώση.
Ο άσχημος άνθρωπος — έτσι τον έσπρωξε ο Πειρασμός — αγάπησε τομορφότερο κορίτσι του τόπου. Το αγάπησε με τα σωστά του. Μέρα — νύκτα περνούσε κάτω απ' το σπίτι του κοριτσιού και κύτταζε στα παράθυρα μ' ένα παράπονο, που τον έκανε ασχημότερο. Ο κόσμος έκανε το σταυρό του και γελούσε. Ταδέρφια του κοριτσιού γελούσανε κι' αυτά. Δεν άξιζε τον κόπο να θυμώση και κανένας.
Αυτή τον αγαπούσε σαν παιδί της, μα δεν μπορούσε και να μη θυμώση για τη διαγωγή του με την κόρη της. Αφού επρόκειτο να πάρη την Πηγή και την είχε λογοστέση, τι ήθελε με τη θυγατέρα της; ... Έφαγε το κουλούρι του κάτω τη μούρη του ... . Αλλ' ας είνε, για πρώτη φορά του το συμπαθούσε· αν όμως άλλη φορά ξαναπείραζε την κόρη της, θα περνούσαν άσχημα.
Θα σε λυπηθή που τον πήρες για άνθρωπο, κι όχι μεγάλο νου. Δε θα καταδεχτή να θυμώση μαζί σου. Θα συλλογιστή και θα πη, τι να προσμένη από έθνος με τέτοιους κουτούς σαν και λόγου σου, που φαντάζουνται πως πρέπει ένας Μεγάλος Νους να δουλεύη! Θ' απορέση που δεν έχεις τόση γνώση που να νοιώθης πως το Μεγάλο το Κεφάλι ανάγκη να δουλεύη δεν έχει.
Η μόνη φιλολογία που έχουμε ως την ώρα, και που της αξίζει τόνομα, είναι φιλολογία ποιητική. Άρχισε τώρα κ' η σειρά της άλλης. Το Έθνος πεινάει, και γυρεύει τώρα φαεί. Ζητάει να διαβάση, και διαβάζοντας να γελάση, να κλάψη, να μετανοιώση, να θυμώση, ν' αγριέψη, να πολεμήση, αν είναι ανάγκη.
Αντί όμως ν' απελπισθή εθύμωσε· και ο ναυτικός άμα θυμώση αναποδογυρίζει τις θάλασσες. — Έτσι είστε; λέγει· να σας 'μπω κ' εγώ στο ρουθούνι! Πιάνει αμέσως και μαδάει όση τρίχα είχεν απάνω του και την πλέκει πανί. Έπειτα πάει κρυφά και κόβει μια κλάρα· την πελεκάει καλά και στένει ανάμεσα Παράδεισος και Κόλασης δικό του τσαντήρι. Δικό του και ανεξάρτητο. Ούτε θεό φοβάται, ούτε διάβολο πλέον.
Τώρα που τάγραψα αφτά, κάθουμαι και συλλογιούμαι· «Λέτε να πειραχτή;» Και τι να πειραχτή; Δε με ξέρει; Για να γελάσω μια στιγμή, τι δε γράφω; Γράφω όμως δίχως κακία. Το κάτω κάτω, πώς να θυμώση, αφού κι άγαλμα θέλω να του κάμω; Ωραία ταγάλματα κ' η τέχνη ωραία. Σαν την ωραιότητα της φύσης τίποτε όμως δεν είναι. Κ' η τέχνη, για ναξίζη, τη φύση πρώτα πρέπει να μιμηθή.
— Γιατί θα θυμώση ο μπαμπάς. Όλα αυτά φαινόντανε της μαμάς τόσο περίεργα, ώστε έταζε του Σβεν ό,τι ήθελε· και του έταζε φυσικά και πως δε θα το πη του μπαμπά. Κι ο Σβεν έβγαινε όξω κ' είταν ήσυχος κ' ευχαριστημένος που η μαμά δεν πρόδινε την παρακοή του και που έβλεπε πως είτανε συνεννοημένος με τη μαμά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν