United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πιστεύω ότι θα εύρης και συ όσα κ' εγώ, Απεκρίθη ο μικρός Κλώσος. Αλλά δεν ημπορώ να σε σηκώσω απ’ εδώ έως εκεί, διότι είσαι πολύ βαρύς. Αν αγαπάς, πήγαινε εις την γέφυραν, χώσου εις τον σάκκον και έρχομαι να σε κρημνίσω εις τον ποταμόν με μεγάλην ευχαρίστησιν. — Αν όμως δεν εύρω ζώα του νερού, θα σε δείρω, είπεν ο μεγάλος Κλώσος. — Καλά, καλά· μη θυμώνης!

Γεμάτο το σπίτι απ' τα καλά του Θεού. Και τώρα τίποτε δεν μας απόλειψε. Πάντα τα χέρια του γεμάτα. Τον ψυχρό το λόγο δεν τον ακούσαμε ποτές απ' το στόμα του. Έτσι μοναχά, που έπεφτε βαρύς, πώς να το πω; αμίλητος... Αυτό ήτανε και το παράπονο της μακαρίτισσας. Βαρυγκομούσε, βλέπεις, η γυναίκα, κυρ-αστυνόμε.

Είπε, 'ς τα χέρια του 'βαλε τ' αργυροκαρφωμένο σπαθί, και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα• «Πατέρα ξένε, χαίρε• και αν λόγος βαρύς ειπώθη, ας τον πάρουν οι άνεμοι, κ' οι αθάνατοι ας σου δώσουν να ξαναϊδής την σύντροφον, να 'φθάσηςτην πατρίδα, 410 'πώχεις καιρούς 'π' αδημονείς μακράν των ποθητών σου».

Δεν είναι ο άνεμος. Ο αέρας είναι πεθαμένος. Πνίγομαι. — Κ' εγώ. Βλέπεις εκεί κάτω; — Βλέπω. Είν' ένα μαύρο σημάδι.... — Ένα μαύρο σημάδι σαλεύει. Αυτό είναι. — Τι είναι; — Αυτό είναι η πηγή του θρήνου. Αυτό είναι. — Τόσο μικρό; Σαν μια φούχτα χώμα. Κι' ο θρήνος είναι απέραντος. — Ναι απέραντος. Πλατύτερος απ' τον ουρανό. — Πλατύτερος. Πιο βαρύς απ' τα μεγάλα βουνά.

Αλλ' είτε εκ του τρόμου, είτε εκ της βίας, είτε εκ του βάρους του, έχασε στρεφόμενος και ισορροπίαν και δυνάμεις, αντί δε να πλεύση εβυθίσθη βαρύς εντός της θαλάσσης. Ταύτα πάντα αστραπηδόν, εν μια στιγμή.

Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι; Ουδέ σε γάμω ρίχνουνται, ουδέ σε χαροκόπι. Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφαις και μ' αγγόνια.

Όρε, Ταχίρ Γιάτση! αυτού ήσαι ορέ;. . . εφώναξεν αίφνης, καταφθάσας ο Ζάχος. — Εδώγια! απήντησε βροντώδης φωνή από του εχθρικού προχώματος. — Έβγα, ορέ, να πολεμήσουμε οι δυο· τα παλληκάρια δεν κρύβουνται 'στο μετερίζι. — Και ποιος ήσαι συ, μωρέ; — Είμ' ο Σπαθόγιαννος!. . Hκούσθη βόγγος, βόγγος βαρύς ωσεί λέοντος ενοχλουμένου εν τη ραθυμία του, από του εχθρικού προχώματος.

Ην και ο όγκος ο βαρύς του δισακκίου επί του ώμου του, περιπλεκόμενος κ' εμποδίζων αυτού την ελευθέραν διάβασιν.

Και πάλι προς το ουρανό Εσήκωσα το 'μάτι Και πάλι, πάλι έπεσα Σε συλλογή μεγάλη, Σε συλλογή, που μ' έφυγεν Ο νους μ' απ' το κεφάλι, Κι' ο ύπνος μεςτη συλλογή Μ' επλάνεψε κομμάτι. Τα θολωμένα 'μάτια μου Δεν πρόφθασα να κλείσω, Κ' ύπνος τα πλάκωσε βαρύς, Βαθύς 'σάν το σκοτάδι, Κ' είδα ένα όνειρο φρικτό· Πώς βγήκε απ' το λαγκάδι Ωχρόλευκο ένα Φάντασμα· Το συλλογιούμαι. . . . φρίσσω!

Ένα βουνό από σκόνη μαυρειδερή σέρνεται στο δρόμο, κυλιέται και προβαίνει οκνό, σαν άρρωστο. Ο ήλιος το χτυπά κατακέφαλα και το δείχνει θεριό παράξενο. Η χήτη του κοκκινίζει και καίγεται. Κάποια σημάδια μέσα του σβύνουν και ξαναλάμπουν από στιγμή σε στιγμή, σβύνουν και ξαναλάμπουν σα λεπίδες σπαθιών. Ακούεται βαρύς και βαθύς ο ανασασμός του, βαθύς και βαρύς σα μακρινό μπουμπουνητό.