Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Η θερμότης λοιπόν αυξάνει το τρεφόμενον και επεξεργάζεται την τροφήν, έλκει το ελαφρόν μέρος αυτής και εγκαταλείπει το αλμυρόν και το πικρόν , διότι είναι βαρέα. 12.
Το πράγμα λοιπόν θεωρείται τόσον σπουδαίον, ώστε σεις, ενώ συμφωνείτε κατά τα άλλα, περί τούτου του τόσον σπουδαίου έχετε διαφοράν, όπως η διαφορά σας περί του πλουτείν είναι όχι αν τούτο είναι μέλαν ή λευκόν, ούτε αν είναι ελαφρόν ή βαρύ, αλλ' αν είναι καλόν ή κακόν, και τόσην διαφοράν, ώστε και εις έχθραν να φθάσετε διαφερόμενοι περί των κακών και των καλών και μάλιστα ενώ είσθε φίλτατοι και συγγενείς.
Τούτο τω εφαίνετο βέβαιον σύμπτωμα ότι ενόσει. Διότι, αφού τα ονειροπολήματα των υγιών ανθρώπων είνε ήδη νοσηρά, πόσω μάλλον τα των νοσούντων θα είνε νοσηρότερα; Εν τούτοις ο φιλόσοφος δεν εφησύχασεν εκ της τελευταίας απαντήσεως της Αϊμάς, και απέτεινε προς αυτήν και άλλην παρατήρησιν. Η νέα εκίνησε τους ώμους και απετέλεσεν ελαφρόν μορφασμόν διά των χειλέων της.
Έξωθεν της θύρας των ηκούετο ωσάν μούγκρισμα· — Μπ! μου! βου! μου! μπου! μου! Ο Φάλκος ανετινάχθη. Η Μαχώ εξαφνίσθη εις τον ελαφρόν ύπνον της. — Παναγία μου! τι είναι; Εις την επιφώνησιν της Μαχώς, απήντησε καγχασμός, όστις όμως ουδόλως καθησύχασε την γυναίκα. Πολλά φαντάσματα της νυκτός, καθώς και οι νεράιδες την ημέραν, είχον ακουσθή κατά καιρούς υπό πολλών να γελούν θορυβωδώς.
Εν τούτοις ο Ζάχος μ' ελαφρόν και γοργόν βήμα, το σύνηθες εις τους κλέφτας, ηναγκασμένους να περιπατούν από λιθάρι σε λιθάρι ανά τα βουνά, διήλθε τους στενούς και πλήρεις χαλασμάτων δρομίσκους κ' έφθασε προ της πλατείας των Καλυβοσπίτων. Η νυξ είχεν επέλθει προ πολλού σκοτεινή και ασέληνος. Η φρουρά υπό τον Ραζικότσικαν ηγρύπνει παρά τους γεωτοίχους και τους προμαχώνας.
Και όμως δεν ημπόρεσα να κρατήσω ένα ελαφρόν σαρκασμόν, τον οποίον ο γέρων ήκουσε πιθανώς, διότι έκαμε μίαν αιφνιδίαν κίνησιν εις την κλίνην του, ωσάν να εσκίρτα. Τότε νομίζετε αναμφιβόλως ότι έφυγα . . . αλλά καθόλου, Η πυκνότης του σκότους καθίστα το δωμάτιον μαύρο σαν την πίσσα, διότι τα παράθυρα ήσαν ερμητικώς κλεισμένα από τον φόβον των λωποδυτών.
Αλλ' εκείνος, χωρίς ν' ατενίση καν προς το καφενείον, με το προβάτειον πρόσωπον και τους αποκρύφους οφθαλμούς του, φέρων την βαρείαν χλαίνα και βαστάζων το ελαφρόν δισάκκιον, εισήλθεν εις την πρώτην στενωπόν, ως άνθρωπος γνωρίζων το χωρίον. Ο γέρω-Σταυρής, θεωρήσας προσβεβλημένον και εαυτόν και τον καφέν του, εισέπνευσε θορυβωδώς και είπε: — Κάνας καλός!
Και ακριβώς την ώραν εκείνην, μέσα εις τον πρώτον ύπνον του, ήκουεν ο κυρ-Δημάκης κρότον ελαφρόν ως κλέπτου, εις την θύραν του κοιτώνος του και την φωνήν του μογιλάλου, βάρβαρον, δύσηχον: — Κιμίκρ; κου! κου! — Κιμίκρ! απήντα έσωθεν ο κυρ-Δημάκης εγειρόμενος πάραυτα, ως λαγωός. Και ιδού ηκούετο το πρώτον λάλημα του πετεινού.
Διά τούτο και ο κυρ-Δημάκης δεν απηξίωσεν, εθεώρησε μάλιστα τιμήν του, να συνταξειδεύση μέχρι της πρωτευούσης της επαρχίας μετ' αυτού του ασπόνδου αντιπάλου του: — Αγάπα με να σ' αγαπώ! Προσεφώνησεν ο καπετάν-Παρμάκης τον κυρ- Δημάκην, όστις ήλθε να επιβιβασθή εις την μικράν λέμβον, φέρων επ' ώμων την χλαίναν και βαστάζων το ελαφρόν δισάκκιον.
Έβλεπον τα κιτρινωπά του γηραιού Γάγγου κύματα μεγαλοπρεπώς κυλιόμενα προ των οφθαλμών μου· τας ημιγύμνους των Ινδιών θυγατέρας επί της όχθης αυτού, επιθετούσας μετά θρησκευτικής προσοχής επί των αργών του υδάτων τα αναμμένα αυτών λυχνάρια, και παρακολουθούσας τον πλουν των λυχναρίων τούτων μετά παλμών καρδίας και δακρυβρέκτων ομμάτων, όπως ίδωσιν εάν ο εκλεκτός αυτών τας αγαπά. — Και έβλεπον μεταξύ αυτών μίαν προ πάντων, τόσον γνωστήν, τόσον οικείαν και τόσον εξέχουσαν των άλλων κατά την καλλονήν και το πνεύμα, ήτις και αύτη ετοποθέτει διά των λευκών δακτύλων της ευλαβώς έν μικρόν, ελαφρόν λυχνάριον επί των υδάτων του Γάγγου, και παρηκολούθει τας κινήσεις αυτού με τους ωραίους γαλανούς οφθαλμούς της, και έβλεπεν, ότι, όσω και αν απεμακρύνετο απ' αυτής το φλογίδιον του λύχνου, δεν εβυθίζετο, δεν εσβύνετο, και εσκίρτα ως δορκάς εξ αγαλλιάσεως, και ανεφώνει δακρύουσα, «με αγαπά! με αγαπά! θα πετάξω από τ η ν χ α ρ ά ν μ ο υ!» Και φλογερός πόθος διέκαιε την καρδίαν υπό τα στέρνα μου και απεφάσιζα απαρεγκλίτως να μεταβώ εις Καλκούτταν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν