Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουλίου 2025


Μίαν νύκτα-ήτο σαββατόβραδοτο πρωί είχε κάμει της Κουκκίτσας του τα σαράντα εις την Παναγιάν-Κεχριάν· έμεινε παράωρα εις το ερημοκκλήσιον. Τα κανδηλάκια εφεγγοβολούσαν ένα ιδιαίτερον λαμπρόν και αιγλήεν φεγγοβόλημα οπού ποτέ άλλοτε δεν το ενθυμείτο. Όλος ο ναΐσκος, με τα εν αυτώ αντικείμενα, φωτεινώς κατηυγάζετο.

Ενθυμείτο τους στίχους τούτους, αλλά δεν ήθελε να τους τραγουδήση. Του εφαίνετο ότι δεν έχουν πλέον τον τόπον των. Τουναντίον, το άσμα της νυκτός εκείνης έκρινεν ότι ήτο προσφυέστατα το προσφιλές άσμα της Λιαλιώς: Πότε να κάμουμε πανιά, να πιάσω το τιμόνι, να ιδώ τα πέρα τα βουνά, να μου διαβούν οι πόνοι!

Αλλ' όταν ήλθεν ο καμαρώτος και ανήγγειλεν εις τον μάγειρον ότι η όρνιθα η σικελική έβρασε, και να έλθη να ετοιμάση την σούπαν, η ορεξίς των έτι μάλλον ηύξησε· κ' ενώ ο καμαρώτος διαταχθείς έστρωνε την εωθινήν τράπεζαν, παραθέσας και πολυποίκιλα ορεκτικά, σαλάμια και τυρούς, εκ των οποίων είχον καλήν προμήθειαν από την Μασσαλίαν, ο ναύκληρος ενθουσιών από την γενομένην περιγραφήν του εορτάζοντος ναού της ενορίας του, απήτησεν από τον καπετάν-Φαφάναν να τους ψάλη το ωραίον εκείνο τροπάριον, το αίτιον του παθήματός του του αφελούς, να το ακούση και αυτός, γιατί δεν ενθυμείτο να το άκουσέ ποτε.

Από πόσον καιρόν, δεν ενθυμείτο, το αληθές όμως είναι ότι από τότε οπού εγνώρισε τον Καπετάνιον, ο κυρ-Μιχάλης ο Μαυριδερός, ο οινοπώλης, είχε ν' ακούση το «Χριστός ανέστη» εις την ενορίαν του την νύκτα της Αναστάσεως, και ν' ανάψη την λαμπάδα του από το άγιον φως του Παπά-Χρήστου, του κωφού, όταν θα εξήρχετο κατενώπιον της αγίας Πύλης, βαστάζων δέσμην λαμπάδων, αναμμένων από την κανδήλαν της αγίας Τραπέζης, και ψάλλων με την βροντώδη φωνήν του: «Δεύτε λάβετε φως

Όλα ταύτα τα ενθυμείτο καλώς η Αμέρσα, επειδή η μάνα της δεν είχε παύσει να τα διηγήται έκτοτε.

Αυτός είχεν ευρεθή «εις βρασμόν ψυχής». Απεδείχθη μάλιστα ότι η μάχαιρα ήτον «του παθών». Ίσως να είχεν αποσπάσει, αλλά δεν ενθυμείτο πώς, την μάχαιραν από την μέσην του θύματος. Αυτός επίστευεν ότι του την είχεν αρπάσει μάλλον από την χείρα. Είτα και πάλιν επανήρχετο εις τα βάσανά του, όσα υπέφερε δύο μήνας τώρα, εις τας φυλακάς.

Τέλος ο Περίανδρος, πλήρης οργής, τον εδίωξεν από την οικίαν. Αφού δε τον εδίωξεν ηθέλησε να μάθη από τον πρεσβύτερον τι είχεν ειπεί εις αυτούς ο Προκλής· ο νεανίας τω διηγήθη την φιλόφρονα υποδοχήν του πάππου του, αλλ' ουδεμίαν μνείαν έκαμε των λόγων τους οποίους είπε προπέμπων αυτούς, διότι ούτε τους ενθυμείτο.

Ήτο λοιπόν ο Γεώργης μελαγχολικός την παραμονήν της 1 Ιανουαρίου 186., διότι ενθυμείτο τα παλαιά του· την παιδικήν ηλικίαν του, την πατρικήν του καλύβην εν Κορίνθω, τον αδικοθάνατον πατέρα του, όστις του έδιδε πάντοτε αυτήν την ημέραν την ευχήν του κ' έν ζεύγος καινουργών σανδαλίων, την αγαπητήν του μητέρα, ήτις τον εφίλει . . τον εφίλει την πρωτοχρονιάν, και τον έσφιγγεν εις τας αγκάλας της λέγουσα·

Εκ των γερόντων όμως ικανοί εφόρουν επί της κεφαλής «πετσέταν» λευκήν, ήτις μόνον κατά το δέσιμον διέφερεν από το σαρίκι. Ο Μανώλης μάλιστα ενθυμείτο μίαν λεπτομέρειαν περίεργον, την οποίαν είχε παρατηρήσει εις την εκκλησίαν. Κάμποσοι εκ των γεροντοτέρων τούτων είχον, όπως και εκ των Τούρκων πολλοί, ξυρισμένην την κεφαλήν, αφίνοντες εις την κορυφήν μικρόν θύσανον.

Αλλ' εάν οι προ ημών αναπτύξουν καλώς και ικανώς το θέμα, θ' αρκεσθώμεν εις τους λόγους αυτών. Εμπρός λοιπόν, ας αρχίση αισίως ο Φαίδρος εγκωμιάζων τον Έρωτα. Εις αυτά και όλοι οι άλλοι εσυμφώνησαν με τον Σωκράτη. Να σας ειπώ τόρα όλα όσα καθένας είπε, δεν είναι δυνατόν, διότι ούτε ο Αριστόδημος τα ενθυμείτο καλά, ούτ' εγώ εκράτησα εις τον νουν μου όλα όσα εκείνος μου διηγήθη.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμβαλλόμεναι

Άλλοι Ψάχνουν