Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Έπειτα σιγά κι ανάλαφρα τραβήχτηκε στη σκάλα, την κατέβηκε στα τέσσερα κ' έκλεισε την ξώπορτα πίσω του. Στο χτύπο ξαφνίστηκε ο Αριστόδημος· γύρισε τα δακρυσμένα μάτια του και δεν είδε το χωριατόπουλο. Θυμήθηκε πως δεν το ρώτησε πού πέθανε η μάννα του. Μπορεί στο σπίτι της Ελπίδας· μα δεν ήταν και βέβαιος. Πήδησε, έτρεξε στην πόρτα, βρέθηκε στην αυλή. — Παιδί!.. παιδί! .. έβαλε τις φωνές.
Με έκλεισε σε ένα μεγάλο κλουβί και διέταξε τον δήμιο να με μεταφέρει σε ένα έρημο μέρος, να κόψει το κεφάλι μου και να εγκαταλείψει το σώμα μου στα αρπακτικά πουλιά. Έτσι το κλουβί με μένα μέσα τοποθετήθηκε σε ένα άλογο, και ο δήμιος με την συνοδεία ενός ακόμα άνδρα πήγαν στην εξοχή, μέχρι που βρήκαν ένα μέρος κατάλληλο για τον σκοπό.
Αι τελευταίαι της λέξεις, όταν απέθνησκεν, ήσαν: — Δεν τούπα τ' μακαρίτ' να μη πάρ' βακούφκα! Ταύτα επρόφερεν η πτωχή με τα ξηρά του θανάτου χείλη ενώπιον του αγγέλου της, και έκλεισε διά παντός τους οφθαλμούς της.
Στα τυφλά μα δεν έσφαλε. Ο λάζος εχώνεψε μέσα στο αριστερό πλευρό του εχθρού. Πορφυρή φούσκα επήδησεν άξαφνα μέσα στο ξανθοπράσινο νερό σαν πορτοκάλι. Μα εκείνος άρπαξε σφιχτά την τρύπα, έκλεισε καλά την βαλβίδα και ο αέρας φουσκώνοντας το λάστιχο τον έβγαλε απάνω μπαλόνι. — Ά! συχτίρ! είπεν ο πατέρας σου· έλα τόρα να μου πάρης το μελάτι. Έσκυψε σύνταχα και άρχισε να ξεριζώνη το σφουγγάρι.
Έλα λοιπόν γρήγορα, φίλτατε Μάχτο, και σε περιμένω νύκτα και ημέραν...... Τοιαύτην επιστολήν εσχεδίαζεν η Αϊμά. Πριν ή αποκοιμηθή, ανηγέρθη επί μίαν στιγμήν και έσβυσε τον λύχνον. Είχε συνειθίσει ήδη εις το σκότος. Είπε καθ' εαυτήν ότι δεν ηδύνατο να ίδη όνειρα, αν άφηνε τον λύχνον ανημμένον. Τέλος έκλεισε τους οφθαλμούς και εταλαντεύετο μεταξύ ύπνου και εγρηγόρσεως.
Μετά τόσας κακουχίας και ψυχικάς συγκινήσεις, ευρούσα στέγην φιλικήν και μαλακήν κλίνην, απεκοιμήθη βαθέως, μόλις έκλεισε τους οφθαλμούς.
Οι γυναίκες μόλις βγήκαν από την εκκλησία σκόρπισαν εδώ κι εκεί, σιωπηλές σαν φαντάσματα, και απλώθηκε πάλι η μοναξιά και η σιωπή γύρω από το σπίτι των Πιντόρ. Η ντόνα Έστερ πλησίασε στο πηγάδι για να στηρίξει μ’ ένα ξύλο μια γαριφαλιά, ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και έκλεισε τα πορτοπαράθυρα.
Έπειτα έρριξε χάμω το ραβδί του, σα νάρριχνε το σπασμένο του σπαθί και μπήκε στο γραφείο ψιθυρίζοντας ακόμα: — Στάχτη — μπούλμπερη θα τον κάνω· στάχτη — μπούλμπερη, να μου το θυμάσαι. Ο Δημητράκης τον ακλούθησε με θλιμμένα μάτια ως που έκλεισε πίσω του την πόρτα. Έπειτα σταύρωσε τα χέρια, έγειρε το κεφάλι και κατέβηκε αργά τη σκάλα.
Τότε η Αροούγια βλέποντας και τους τρεις αγαπητικούς της που έπεσαν εις τα δίκτυά της καθώς επιθυμούσεν, έκλεισε καλά τον οντά που τα ντουλάπια ήτον με αυτούς, και έπειτα επήγε να εύρη τον άνδρα της διά να του διηγηθή τα όσα εκατώρθωσε.
— Τι έχεις και φωνάζεις; Εγώ δεν ήξευρα τι να είπω· εν τοσούτω απήντησα· — Φωνάζω εγώ την κατσίκα μου, τη Μοσχούλα! . . . Με σένα δεν έχω να κάμω. Καθώς ήκουσε την φωνήν μου, έκλεισε το παράθυρον κ' έγεινεν άφαντη. Μίαν άλλην ημέραν με είδε πάλιν από το παράθυρόν της εις εκείνην την ιδίαν θέσιν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν