Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Εκείνη υπέλαβε: — Θα τον τιμάς με την καρδίαν σου, όταν μάθης να τον αγαπάς. — Μόνον διότι είνε Θεός σου επανέλαβεν ο Βινίκιος με πνιγμένην φωνήν. Έκλεισε τους οφθαλμούς του, διότι είχε καταληφθή και πάλιν υπό ατονίας. Η Λίγεια εξήλθεν, αλλά μετ' ολίγον επέστρεψε και επλησίασε διά να βεβαιωθή εάν εκείνος εκοιμάτο.

Αχ! πώς μ' ετρόμαξες, καϋμένε! ανέκραξεν η Μαρία, και ήτο περίτρομος αληθώς, ουχί όμως τοσούτον διά την απροσδόκητον επίσκεψιν, όσον διότι κατελαμβάνετο αίφνης εν κατοχή του πολυτίμου ατόμου μου. — Πώς μ' ετρόμαξες! επανέλαβε, και σπεύσασα έκλεισε μεθ' ορμής το κιβώτιον, πρόφθασα όμως ήδη να με ρίψη εντός αυτού.

Εξήλθε λοιπόν της αυλής, κ' έκλεισε την θύραν με το μάνδαλον. Όταν μετά το γεύμα, ως μίαν ώραν αργότερα, επέστρεψαν εις την αυλήν, μαζύ με την Κρινιώ, κατ' αρχάς δεν υπώπτευσαν τίποτε, κ' επανέλαβον την εργασίαν των. Ο θόρυβος των παιδιών είχε κοπάσει προς ώραν τότε.

Τότε και αυτή έκλεισε πλέον το μαγαζείον. Εκ Πειραιώς ήλθον πολλά ατμόπλοια και πολλά ταχυδρομεία· η δε Θωμαή δεν ελάμβανε καμμίαν είδησιν περί του συζύγου της. Τότε κατά πρώτον ησθάνθη τον φόβον και ήρχισε πολλά να διαλογίζηται. Ενεθυμείτο διάφορα περιστατικά, άτινα εγκαίρως δεν ηθέλησε να εξελέγξη μετ' ακριβείας η ταλαίπωρος.

Γιατί είμαι αποσταμένος από το δρόμο και θέλω να κοιμηθώ για πάντα σιμά σου. Η βασιλοπούλα δεν αποκρίθηκε. Γύρισε και είδε τα τριαντάφυλλα και τα κρίνα του κορμιού της, που τάχαν μαράνει τα δάκρυά της. Και τότε την έπιασε ένα παράπονο κ' έκλεισε το παράθυρό της. Δεν είχε πια τριαντάφυλλα και κρίνα να χαρίση στον αγαπημένο της.

Ο δερβίσης μόλις τάκουσε αυτά τους έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα. Ενώ γινότανε αυτή η συνομιλία, διαδόθηκε η είδηση, πως μόλις προ ολίγου είχανε στραγγαλίσει στην Πόλη δυο βεζύρηδες, και το μουφτή και πως είχανε παλουκώσει πολλούς φίλους των. Αύτη η καταστροφή έκανε μεγάλο θόρυβο για κάμποσες ώρες.

Άπαξ μόνον ήνοιξε τους οφθαλμούς, το δε βλέμμα του εμαρτύρει ότι μας ανεγνώριζεν, αλλά δεν ηδυνήθη να προφέρη λέξιν και έκλεισε πάλιν τα βλέφαρα. Η αναπνοή του εξήρχετο δυσκολωτέρα του στήθους, και εφαίνετο ότι τον βασανίζει η δύσπνοια.

Τότε εγώ εστάθηκα διά να την θεωρήσω, και αυτή καταλαμβάνοντας που την εκύτταζα, ετραβήχθη μέσα και έκλεισε το παραθύρι· εγώ, τετρωμένος από την ωραιότητά της, όλην εκείνην την ημέραν και την νύκτα δεν εστοχαζόμουν άλλο παρά αυτήν· και άκουσον τι μου επροξένησεν αυτή η αγάπη.

Η Ιωάννα αφού έκλεισε τον οφθαλμόν του πατρός της, έθαψεν αυτόν βοηθουμένη υπό του ασκητού παρά το χείλος του ποταμού, υπό ιτέαν, εις ης το στέλεχος ενεχάραξεν επιγραφήν ενθυμίζουσαν τας αρετάς του μακαρίτου.

Κλείσθηκε μέσα στον πύργο και τα δάκρυά της τρέχανε ποτάμι απάνω στα μαραμένα λουλούδια του κορμιού της. Το βασιλόπουλο σαν είδε κ' έκλεισε το παράθυρο είπε μέσα του: — Πέρασαν χρόνια και καιροί και η αγαπημένη μου με ξέχασε. Διάβηκα ποτάμια και γκρεμνούς, πέρασα βουνά και θάλασσες για να την ανταμώσω.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν