Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Όταν εν τη ρύμη του λόγου τον ηρώτησα τι φρονεί περί του κόμματος των λεγομένων νεοτούρκων εν Κωνσταντινουπόλει, εγερθείς έκλεισε την θύραν του δωματίου.

Τότε πήγε και έκλεισε την εξώπορτα για να μην έρθει κανείς ξαφνικά και τη δει να οδύρεται μ’ αυτόν τον τρόπο για το νεκρό υπηρέτη και μάθει ο κόσμος ότι τον άφησαν να πεθάνει μοναχό, ενώ για την οικογένεια εκείνη ήταν μια μεγάλη μέρα γιορτής.

Τι ήτανε πάλι τούτο, Γιώργη μου; — Τι νάτανε! είπε κείνος ξερά και πάσχιζε να χαμογελάση. Μα το χαμόγελο ανακατώθηκε μ' ένα ζάρωμα πόνου ολόγυρα στα μάτια του. — Πώς καταλαβαίνεις τον εαυτό σου τώρα; ξαναείπ' εκείνη δειλά, πασχίζοντας να του πάρη ένα λόγο, σαν να τον ήθελε για παρηγοριά. Εκείνος έκλεισε τα μάτια του. — Δε μου μιλάς, Γιώργη μου;

Με φεύγουν και αυτά διότι είμαι άσχημον, είπε το παπί, και έκλεισε τα μάτια του και επέταξε να φύγη ακόμη μακρύτερα, και έφθασεν εις ένα βάλτον, όπου εκατοικούσαν αγριόπαπιαι. Εκεί επέρασεν όλην την νύκτα κουρασμένον και καταλυπημένον. Την αυγήν αι αγριόπαπιαι εξύπνησαν και είδαν τον νέον σύντροφόν των. — Τι μέρος λόγου είσαι, το ηρώττησαν.

Και ποιοι είναι αυτοί οι άλλοι; Άνθρωποι μωροί, που δε νοιώθουνε τίποτε. Έκλεισε τα μάτια κι αποκοιμήθηκε. Έμεινα άφωνος κοντά της και την κοίταζα. Είχε ξαναπάρει σχεδόν την ίδια έκφραση που είχε όταν είταν κόρη και για πρώτη φορά την είδα να κοιμάται ακόμα, όταν ξύπνησα.

Το μπαρκομπέστια εστέναξε βαθειά, εβούτησε με την πλώρη, έγειρε στο δεξί πλευρό, ανατινάχτηκε με μία, ώστε που άνοιξε πλατειά η θάλασσα και το έκλεισε αφροκοπώντας στην αγκαλιά της. Μα ιδές τι Θεού συνεργεία! Το μπαρκοπέστια κατεβαίνοντας εσυνεπήρε μαζί το μπαστούνι του μπάρκου με όλα τα σχοινιά και τους φλόκους και τα σίδερα.

Και αφού τον έκαμε και αυτόν να γδυθή ωσάν και τους άλλους, και να της εγχειρίση και τες δέκα χιλιάδες φλωριά, τον έφερε και τον έκλεισεν εις το τρίτον ντουλάπι με τον ίδιον τρόπον, που έκλεισε και τους άλλους.

Τότε ο κύκλος των γυναικών ξανάνοιξε, έγινε πάλι μια σειρά, προχώρησε να συναντήσει τον ξένο, όπως στα παιδικά παιχνίδια, τον περικύκλωσε, τον πήρε και τον έκλεισε μέσα του.

Εν τούτοις ο παππά Νάρκισσος εγερθείς εισήλθεν εις τον κοιτώνα, έφερεν εκείθεν το προσκέφαλόν του, το έθεσεν επί του καναπέ, έκλεισε και το άνω φύλλον της θύρας διά να γείνη το δωμάτιον σκοτεινόν και δροσερόν, και εξηπλώθη εις τον καναπέν.

Εσένα σε θέλω να με περιποιέσαι, γιατί είσαι καλή, της είπε. Κ' έκλεισε τα μάτια του κ' έμεινε ήσυχος με τον πάγο στο κεφάλι, που πονούσε πάντα, και με τα μικρά αδυνατισμένα χέρια απάνω στο σκέπασμα.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν