Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Η μούλα του δε μπόρεσε να βαστάξη 'ςτο συρμητό. Κόλωσε με μιας πίσω. Θέλησε τούτος με τα χτυπήματα να τη βάλη μπροστά. Κι αυτή, μέσ' το πείσμα της, πέταξε δυο τρεις κλοτσιές με τα δυο τα πισινά της, τον έρριξε τ' απίστομα 'ςτο σιάδι, κ' έφυγε μοναχή της τον κατήφορο κ' εχώθηκε 'ςτα κλαριά του λόγγου μέσα.

Μια μέλισσα την είδε έτσι και πέταξε με βόμβο χαρούμενα τραγουδιστό να την τσιμπήση• η Λιόλια απ’ το φόβο της έβγαλε τις φωνές κι αντίς να τρέξη να φύγη, γύρισε πίσω στο Νίκο να τη σώση. Με μιας η Λιόλια έκαμε «Αχκ’ έπεσε μέσα σ’ ένα χαντάκι πούτον αψηλό χορτάρι φυτρωμένο και το σκέπαζε που δε φαινόταν ολότελα.

Εκείνη τράβηξε μια κλωστή από την κουβέρτα και την πέταξε στην αυλή.

Πέταξε τιμές και τίτλους, αρνήθηκε ηδονές και χαρές, και παραδόθηκε στα βασιλικά του χρέη με ζήλο που θα είτανε σταλήθεια σωκρατικός, α δεν είτανε δανεισμένος από βιβλία. Μαζί με τάλλα τα καλά που αρνήθηκε είταν και το καλοφάγι. Περιορίστηκε σε λαχανικά, και με το ναπόφευγε κρέατα είχε, λένε, τόσο αλαφρό το στομάχι, που μπορούσε τρία διαφορετικά γράμματα σύγκαιρα να τα υπαγορεύη!

«Θυμήσου εις την Αττικήν ο ήλιος πώς λάμπει, πώς μ' αιωνίαν άνοιξιν η φύσις λουλουδίζει, πώς πρασινίζουν τα βουνά τριγύρω της κι' οι κάμποι... καίει ο ήλιος εκεί, όταν εδώ χιονίζη. Χαιρέτησε τον έμπορον, χαιρέτησε τους χοίρους, και πέταξε επί πτερών ανέμου 'στην Ελλάδα, να βλέπης πάντα ουρανόν με κυανούς σαπφείρους, και να σφαλούν τα μάτια σου απ' την πολλή 'λιακάδα.

Η ψυχή του λευθερώθηκε μια στιγμή και πέταξε με κόπο, σα θαλασσοπούλι με λαβωμένες φτερούγες, ανοιχτά, κατά το πέλαγο. Κυνήγησε ανάερα τα λευκά πανιά που φεύγανε ανάμεσα ουρανό και θάλασσα. Είχε ξεχάσει για μια στιγμή από πού ερχότανε και πού πήγαινε, είχε ξεχάσει και τα Μυστήρια που κρατούσε ψηλά απάνω απ' το κεφάλι του. Ένας ουρανός χρυσογάλανος έφεγγε ολόγυρά του.

Κρακρούκ! ανεβοκατέβηκε ξεροσκαστά η βαριά πάνω στο κάφκαλό του. Ελωλώθηκε ο Λιάρος. Εθόλωσαν τα παιδιακήσια του μάτια. Επρομύτισε με τη μούρη στα χώματα. Εχτύπησαν δεμένα τα πόδια του τον αέρα. Εμουκάνισε με κλάψα πολλή, με πικρό παράπονο. Ο μακελάρης πέταξε τόρα με βία τη φοβερή τη βαριά του παράμερα. Εξεφηκάρωσε ένα πλατύ χασαπομάχαιρο κοντό, που άστραψε στον ήλιο ασημένιο.

Ο Αγαθούλης τα μαζεύει, τρέχει στον παιδαγωγό και του τα παρουσιάζει ταπεινά, δίνοντάς του να καταλάβη με σημεία, ότι οι βασιλικές τους υψηλότητες είχανε λησμονήσει το χρυσάφι τους και τα πολύτιμα πετράδια τους. Ο δάσκαλος του χωριού χαμογελώντας τα πέταξε χάμω, παρατήρησε μια στιγμή το πρόσωπο του Αγαθούλη με πολλήν απορία κ' εξακολούθησε το δρόμο του.

Μια κάτασπρη γατούλα κοντοστάθηκε ύστερα στα κάγκελλα και νιαούρισε. Ο Καπετάν Γιάννης της πέταξε ένα κομματάκι ψωμί. Φαινόντουσαν σαν παληοί γνώριμοι Η γατούλα, σαν να ήθελε να δείξη την ευχαρίστησί της, κουλουριάστηκε κοντά στα κάγκελλα, να μας συντροφέψη κι' αυτή. Κύτταζε προσεκτικά με τα γαλανά της ματάκια τον Καπετάν Γιάννη στο στόμα σαν νάκουγε κι' αυτή την ιστορία του.

Μα εκεί που γύριζε, να! ο γιος του Τελαμώνα ο Αίας μια πέτραπου πολλές εκεί των καραβιών στηρίδια 410 μπροστά είταν σκόρπιες στων αντρών τα πόδιαμιά από δάφτες σηκώνει, κι' έτσι πρόσλαιμα απάνου απ' την ασπίδα τόνε βαράει, στα στήθια ομπρός, μια πέτρα που σα σφαίρα του πέταξε ίσα απάνου του στριφογυρίζοντάς την.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν