Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Αποκρίνεται ο Θοδορίχος πως ήθελε μερικούς μήνες ακόμα για ναναπαυτή κι αυτός και το στράτεμά του. Έπειτα του πρότεινε πράματα που δεν μπορούσε ο Πρέσβης να τα παραχωρήση δίχως του Αυτοκράτορα την άδεια, κ' έτσι χωρίστηκαν άπραγοι. Ο Σαβινιανός ως τόσο τοίμαζε το στρατό του.

Εμπρός εις την πόρταν ήταν ένας μαυροπίνακας με τις τιμές του χαρτιού, και οι σιδηρόδρομοι ήτανε σημειωμένοι δραχμές εκατόν δέκα πέντε! Έμεινα ασβολωμένος. Ούτε το μισό της τιμής που τους είχα πάρη προ δυο μήνες! Αρώτησα ένα μεσίτη, ελπίζοντας ακόμη πως μ' εγέλασαν τα μάτια μου ή πως είναι στον πίνακα λάθος. «Δεν είνε, μου είπε, λάθος, μόνον είνε η χθεσινή των τιμή.

Ο υπενωμοτάρχης φρενιασμένος, κατάχλωμος, είπε θυμωμένα: — Το σταυρό σου και συ! μουστόγρια. Τι είνε, τι είνε;. Ο γιόκας σου είνε, που με παιδεύει δυο μήνες. Τι είνε, τι είνε; Ο γιόκας σου που γέμισε τον κόσμο από λαθραία. Τι είνε, τι είνε; καμόνεσαι πως δε ξέρεις τίποτε. — Και πού ξέρω εγώ η κακομοίρα!.... Μπα! μου κόπηκε το αίμα μου!.....

Αλλ' ενώ άναβε το τσιγάρο του ο υπενωμοτάρχης, ο άλλος το βάζει άξαφνα στα πόδια. Ο υπενωμοτάρχης αγρίεψε, έγινε θεριό· τον παίρνει στο κατόπι μαζί με τους χωροφύλακες, λυσσώντας: — Εσύ 'σαι, αντίχριστε! Καλά έλεγα εγώ... δύο μήνες τόρα σάπισα για λόγου σου. Έτρεξαν πολύ.

Όταν δε είδε ότι επέρασαν πολλές ημέρες και εγώ δεν έστειλα να τον ζητήσω και ο Καλλίδης ήτον πάλι μέσα, ο Δημόφαντος ήρχισε ν' ανάβη και μια ημέρα που βρήκε ανοικτή την πόρτα εμπήκε και ήτο έξω φρενών• έκλαιε, μ' εκτύπα, εφοβέριζε να σκοτώση, μου έσχισε το φόρεμα και εις το τέλος μου έδωκε ένα τάλαντον και με είχε οκτώ ολόκληρους μήνες μοναχική.

Μια χρονιά, είνε τώρα πολύς καιρός, ο καινούριος δήμαρχος που είχε γείνη στο χωριό, θέλοντας να νεωτερίση, ξώδεψε ολίγες χιλιάδες του Δήμου του φτωχού, για να κάμη λέει, «αρτεσιανά φρέατα». Ύστερ' απ' ολίγους μήνες, τα ψευτοπήγαδα χάλασαν, κ' έγειναν άχρηστα. Η θεια Μορισίνα πήγ' ένα βράδυ να γεμίση το κανατάκι τηςέν' απ' αυτά, και δεν ηύρε νερό στάλα.

Ο Γιάννος τρέχει σπίτι του το γάμο να ετοιμάση, Τρέχει κι’ η Μάρω από κοντά, πνιγμένη στην αγάπη, Και τη στιγμή, που αντίκρυσαν τ’ αγαπητό τους σπίτι, Ακούνε μαύρα κλάματα, καθάρια μυριολόγια.... Του Γιάννου η μάννα μύρονταν κι’ αυτή μυρολογούσε... Σαν περδικούλα θλίβονταν, σαν το παππί μαδυώνταν, Σαν του κοράκου τα φτερά τη φορεσιά της είχε.... Για το παιδί της θλίβονταν, τον ξακουσμένο Γιάννο, Που είταν χαμένος κι’ άφαντος τρεις μήνες στην αράδα.

Τρεις μήνες και θα μ' έχης κοντά σου, και ποιος θα σε πιάνη πια τότες! Αρετ. Σαφίνω, γλυκό μου σπιτάκι, και σεις λουλούδια και βότανα που γλυκοπότιζα, μαραθήτε πια τώρα και σεις, σαν κ' εμένα που με ξερρίζωσαν από το πολυαγαπημένο μου χώμα να με φυτέψουνε στάχαρο το περιβόλι της ξενιτειάς. Δέσπω.

Ο Πλήθων δεν ετόλμα να είπη τούτο. Είχε συνειθίσει ήδη από της πρωίας εις την ιδέαν του γάμου τούτου. Παράδοξον φόβον ησθάνετο εκ της αβεβαιότητος. Αν δεν ενυμφεύετο τάχιστα, τι έμελλε να γείνη η Αϊμά, ή μάλλον τι έμελλεν αυτός να γείνη; Μέχρις ου ευρεθή άλλος σύζυγος, ήτο δυνατόν να παρέλθωσιν ημέραι, μήνες, έτη.

Ο κουτσο-Φλέβαρος στην Αθήνα, όταν θέλη, ξέρει και γίνεται απ’ όλους τους μήνες ο πιο όμορφος μάλιστα τις τελευταίες του μέρες : λες και το κάνει επί τούτο για να δείξη πως αν δεν τούλειπε λιγάκι μπόι, θάτον ο Μάιος των Μαΐων!. . . Τι γλύκα ήτον εκείνη στον αέρα! Αμ τούτο πια είνε μαράζωμα, καθώς κάνεις!

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν