Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Δακρύζουν τα ματάκια της και τέτοια λέει ο νους της. — Γιατί με κακοπάντρεψες, μανούλα με κλαρίτην, Που κάνει μήνες στα βουνά και ξάμηνα στους κάμπους; Άλλοι του πάνε το ψωμί, άλλοι του παν τα ρούχα, Κ' εγώ κοιμούμαι μοναχή χειμώνα καλοκαίρι, Με την ροκούλα μου αγκαλιά τ' αδράχτι στο ζωνάρι, Βρέξε, χειμώνα, χιόνισε κλείσε τα κορφοβούνια, 'Ρίξε ένα πετροχάλαζο κ' ένα πυκνό δρολάπι, Για να πνιγούν τα χειμαδιά κ' οι κάμποι να χαλάσουν, Για να βραχούν τα πρόβατα, τα κόθρα να μοσκέψουν, Και να σαπούν τα ράμματα, να πέσουν τα τρουκάνια, Να χάση ο γιός μου την κοπή, την στάνην ν' απαριάση, Να φορτωθή τον αραγό, νάρθη να ζάη στο σπίτι.

Κ' εκάλεσε τον αδελφό και χωριστά του λέει: — Βουλιούμαι, αγαπημένε μου, 'ς τα ξένα να μισέψω, Να διαπεράσω τα βουνά, να πάω σε ξένον κόσμο, Και να γυρίσω με καιρό, με χρόνια και με μήνες Με γρόσια στο δισάκι μου και λίρες 'ςτο κιμέρι. Σ' αφίνω την γυναίκα μου την πολυαγαπημένη. Να την κυττάς σαν αδερφή, σαν αδερφή δική σου.

Όταν εγύρισα από το ταξείδι μου, ερεύνησα και ερώτησα τον υιόν μου, και διά την μητέρα του την σκλάβαν μου πού είναι. Μου απεκρίθη η γυναίκα μου, ότι η μεν σκλάβα απέθανεν, ο δε υιός σου έχει δύο ή τρείς σχεδόν μήνες, που εχάθη από το σπίτι χωρίς να ηξεύρη ούτε αυτή τι έγιναν.

Χαρά σ' εκείνονεάντρα ή γυναίκαπου θ' αγρυπνάη και θα περιμένη· και πάλι, ντροπή σ' εκείνονε, που θα τον πάρη ο ύπνος και θα κοιμηθή στη μεγάλη την ώρα. Και η Ταρσίτσα αγρυπνούσε μήνες και χρόνια, γιατί της είχε καρφωθή η ιδέα πως ο «Νυμφίος» θαρχότανε νύχτα, όπως το λέει το τροπάρι.

Αυτό υπομονή· μα το νόστιμο είναι που κι αυτή ξελαγιάστηκε. Τους πρώτους πέντ' έξη μήνες έκαμε κάτι. Έμαθε τα μικρά να διαβάζουν, και να λεν πως υπάρχει εκεί κάτω και μια ρωμιοσύνη δίχως αγάδες. Το πρωί όλ' αυτά. Ταπομεσήμερο είχε κέντημα και ράψιμο. Οι μεγαλήτερες δίδασκαν τις μικρότερες, κ' η δασκάλισσα πήγαινε στην κάμαρά της να ξεκουραστή.

Οι μήνες και τα έτη παρήρχοντο, η Ιωάννα καθίστατο ψυχροτέρα εφ' όσον επλατύνετο ο κύκλος των θαυμαστών της, η δε αθυμία του πτωχού νεανίσκου ηύξανε καθ' εκάστην και ωχρόν νέφος ηπλούτο επί της νεαράς και φιλομειδούς αυτού όψεως ως μαύρη σκέπη επί ανθούσης ροδωνιάς.

Κατά τις δέκα ώρες ο Βέρθερος εφώναξε τον υπηρέτη του. Ενώ ντυνότανε του είπε ότι θα έφευγε σε λίγες μέρες και του έδωσε τη διαταγή να καθαρίση τα ρούχα του και να τα ετοιμάση όλα για δέμα. Τον επρόσταξε επίσης να ζητήση τους λογαριασμούς και μερικά δανεισμένα βιβλία και να προπληρώση για δύο μήνες σε μερικούς πτωχούς το μερίδιό τους, τους οποίους εσυνήθιζε να δίνη ένα μικρό ποσό καθ' εβδομάδα.

Μένει εκεί κρυμμένος μερικούς μήνες. Τέλος χώνεται στην Πρωτεύουσα, και ξεμυστηρεύεται ενός Ευνούχου κ' ενός Σενατόρου πως αποφάσισε ναρπάξη το θρόνο. Μην όντας κι ο λαός πολύ αφοσιωμένος στο Βάλεντα, που μια του φέρνουνταν απότομα και μια μαλακά χωρίς λόγο, τους λέει ο Προκόπιος πως είναι βολική η ώρα, και τους πείθει.

Δεν πολυχρειάζονται για τον καθαυτό σκοπό του βιβλίου, ώστε το παραλείπουμε κι αυτό το κεφάλαιο. Δεν ξέρω πόσα χρόνια, και πόσοι μήνες πέρασαν από τότες που με πρωτοπήρε η μάννα μου στο Σκολειό. Πρέπει να είμουνα στα δώδεκα τώρα. Πρέπει να κόντευε χρόνος που δεν ήρχουνταν πια μήτε η Ελένη μήτε η Αννούλα. Δεν την έβλεπα πια τώρα κάθεμέρα την Ελένη.

Φθάσας εις Θάσον κατέλυσε την δημοκρατίαν· αλλά, μόλις παρήλθαν δύο μήνες από της αναχωρήσεως αυτού, οι Θάσιοι ωχύρωσαν την πόλιν των κρίνοντες ότι δεν είχαν πλέον ανάγκην της ολιγαρχίας των Αθηναίων και περιμένοντες από ημέρας εις ημέραν από τους Λακεδαιμονίους την ελευθερίαν των. Άλλως υπήρχαν έξω, εις την Πελοπόννησον, τινές των συμπατριωτών των εξορισθέντες υπό των Αθηναίων.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν