Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Ξάναβε λες και μάζευε όσο αίμα της είχε απομείνει στις φλέβες της, τα στερνά της χρώματα όλα στα μάγουλά της και τα μάτια της γυάλιζαν υγρά και γινόταν πάλι όμορφη, σχεδόν όπως ήτον όταν τη στεφανώθηκεν, εδώ κι οχτώ μήνες. Στο σπιτάκι, πούχανε νοικιασμένα, είχανε μια μεγάλη κάμαρη στο ισόγειο και την κουζίνα στο υπόγειο. Είχανε δική τους αυλή με το πλυσταρειό κι όλα τα χρειαζούμενα.
Αχ, δε θα την ευλογούσαν αυτήν, παρά θα την κύτταζαν άγρια σαν τον Παππά-Βουλέτη!. . . Μα δεν έβλεπε τίποτα, παρά τους τοίχους άσπρους σεντόνι. . . Μία στιγμή μονάχα της φάνηκε πως είδε μια μαυροφόρα με το χρυσό το στέφανο πίσω απ’ το κεφάλι σε μιαν άκρη του θόλου, πάνω από’να φεγγίτη, που την κύτταζε αυστηρά και το πρόσωπό της ήτον κάτασπρο κι ασάλευτο σαν της νεκρής της Βεργινίας. . και την έκοψε κρύος ίδρωτας. . κ' έρριξε πάλι τα μάτια της στο βάθος του ιερού, μέσ' απ’ την ανοιχτή Πύλη τον τέμπλου κ' είδε την Παναγία που την κύτταζε -αυτή και ο μικρός Χριστός-με απερίγραπτη λύπη. . . Μια ματιά ήτον πάλι κι αυτή του φεγγαριού πίσω απ’ τα σύννεφα τουρανού της ψυχής της. . . Βγήκαν απ’ την εκκλησία, άντρας και γυναίκα πια ο Νίκος κ' η Λιόλια, και κατέβηκαν το βουνάκι και μπήκαν όλη η συντροφιά μαζί σ'ένα ξενοδοχείο της οδού Πατησίων κ’ έφαγαν ο καθένας ό,τι ήθελε, μ’ έξοδα του κουμπάρου του Περικλή. . . Έπειτα χωρίσανε στην Ομόνοια απ’ τη θεια Ελέγκω, που ήταν όλο ευκές και δάκρυα, και συντροφεμένοι από τους δύο νέους, το καινούργιο αντρόγυνο, γυρίσανε μέσα στην κάψα του απομεσήμερου, ντάλλα καλοκαίρι, στη Γαργαρέτα, στο σπίτι τους, στην κάμαρη της Βεργινίας τη φρικτή- . . Και ξανάκλεισαν πάλι τα σύννεφα μπρος απ’ το φεγγάρι της ψυχής- Στους εφτά της μήνες, εκεί πούπλενε η Λιόλια πεσμένη απάνω στη σκάφη, την έπιασαν άξαφνα οι πόνοι.
Άλλα δεκατέσσερα, κι άλλα εικοσιτέσσερα χρόνια, ώσπου πέρασε κάποιος και μου πάτησε το πόδι, και πήδηξα και με το συμπάθειο, βλαστήμησα, κι από την ομιλία μου το κατάλαβα πως δεν είμουνα πεθαμμένος, μόνο πως ονειρεύουμουν τόσα χρόνια! Κρίμα, κρίμα στα εξήντα μου χρόνια! Πού να τα ξαναβρώ πια τώρα! Εννιά μήνες Ελληνικά, και ξαπλώθηκα. Χάθηκα μέσα στα όνειρα!
Υποθέτω ότι δεν θα φύγεις αμέσως. Κάθισε, θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Στεφάνα, κρασί!» Ο Έφις όμως απομάκρυνε το ποτήρι με μια χειρονομία αποστροφής. Τέρμα το κρασί, τέρμα οι κακές συνήθειες. Εδώ και δυο μήνες νήστευε και καμιά φορά, όταν διψούσε, δεν έπινε για εξιλασμό.
Σύνωρα τώρα θέλω να ιδώ την κλέφτρα του θησαυρού μας. Κ' ευθύς προστάζω νανοιχθούν οι σιδερόπορτες της φυλακής, να πάω ατός μου μέσα. Έβαλε μια φωνή κ' ήρθανε μέσα οι πιστοί του βασιλιά, αμέσως δίνει προσταγή να τον ακολουθήσουν, της φυλακής τις πόρτες να του ανοίξουνε. Τότε ο πρώτος απ' τους πιστούς στάθηκε κ' είπε: — Άκουσε, αφέντη βασιλιά. Του θησαυρού σου η κλέφτρα μήνες έρρεψε στη φυλακή.
Με το χέρι, με το ποδάρι, με το κεφάλι, χτύπα. Του κάκου. Δεν γκρεμνά. Τίποτις δε βλέπω. Ώρες, μήνες, χρόνια περνούσαν και τίποτις δεν έβλεπα. Ποιος το λέει πώς δεν μπορεί μάτι αθρώπου να κοιτάξη τον ήλιο; Στον ήλιο μέσα να ζούσα, δε θα μου έφτανε το φως του. Να φύγη, να ξεσκορπιστή το χάος αφτό που με σκοτώνει. Έπρεπε να γίνη, αφού την αγαπούσα! Είναι βράχος μια τέτοια νύχτα.
Μέρες και μήνες θα ιδής τον ήλιο ν' ανατέλλη και ολοένα θα κυνηγάς το κάθε του φανέρωμα. Βουνά και κάμπους θα περάσης, βράχους και γκρεμνά. Και σαν ιδής τον ήλιο να βγαίνη στεφανωμένος με τριαντάφυλλα, εκεί θα σταματησης. Απάνω σένα βουναλάκι, που θα ιδής να πρασινίζουν δάφνες και μυρτιές, θα ξανοίξης μια βρύσι μαρμαρένια. Το νερό στάζει απ' τη μαρμαρένια βρύσι σαν δάκρυο.
Είναι δυο μήνες, κάποιος εδώ πέρα ευρέθη ευγενής Νορμανδός· — εγώ τους Γάλλους είδα κ' εναντίον τους έχω υπηρετήση· ξεύρω πόσο λαμπρά 'ς τ' άλογο στέκουν· αλλ' ο νέος πως είχε μαγικά θαρρούσες· φυτεμένος 'ς την σέλλαν έδειχνεν αυτός, και το γενναίο τετράποδον εις τόσα θαυμαστά και ωραία κινήματα ωδηγούσε, οπού τα δυο κορμιά τους και η δυο ψυχαίς ακόμη εφαίνοντο ενωμένα, και όσα παιγνίδια και μορφαίς και αν ημπορούσε να πλάση ο νους μου, εμέναν όλα οπίσω απ' ό,τι εκατόρθον' εκείνος.
Χρόνια και μήνες πλάνεσα, σαν διψασμένο αλάφι Ναύρω τ' αθάνατο νερό να πιω να μην πεθάνω. Τάχα από ποιο βουνόκορφο και ποιόν γκρεμό να πέφτη; Σε τι λαγκάδι να περνά.
Ο Μάρτης είνε ισχυρός και δυνατός μεταξύ των λοιπών συναδέλφων του, ως ο Ζευς μεταξύ των Ολυμπίων. Δεν παρέλαβε μεν την εξουσίαν εκ γενεαλογικής τινος αιτίας, ως εκείνος, αλλ' απέκτησεν αυτήν διά μόνου του βραχίονός του, περί της ισχύος του οποίου έχουν λάβει ακριβή γνώσιν όλοι οι μήνες δυστυχώς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν