United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δίχως σύννεφα, που να κρύβουνε τον ήλιο, στέκει εμπρός μου το καλοκαίρι, που ακολούθησε την ανοιξιάτικη αυτή εκδρομή. Με ποια όρεξη εργαζόμουνα και πώς προχωρούσε η εργασία εύκολα.

Γεμάτο άστρα ελπίδες που ανέτειλε Για να σκεπασθή αμέσως με σύννεφα. Από το μέλλον μου φωνάζει μια φωνή : — Εμπρός! — Αλλά προς το Παρελθόνερεβώδη άβυσσοντο πνεύμα μου πτερυγίζει, σιωπηλόν, ακίνητον, λυπημένον. Γιατί, ωιμέ! ωιμέ! για μένα Το φως της ζωής έσβυσε. «Ποτέ πια, ποτέ πια, ποτέ πια, — Λέει η θάλασσα με επίσημο τόνο στην αμμουδιάΤο κεραυνοβολημένο δένδρο δεν θ' ανθίση.

Ο άνεμος περνούσε ορμητικός, αλλά αργά το απόγευμα ο ήλιος έκανε την εμφάνισή του ανάμεσα στα σύννεφα σκίζοντάς τα και σπρώχνοντάς τα μέχρι τον ορίζοντα και όλα έλαμψαν τριγύρω στα βουνά και στις κοιλάδες όπου η ομίχλη συγκεντρώθηκε σε ασημένιες φωτεινές λίμνες.

Ποτέ πια δε θα πετάξω απ' τον Όλυμπο στον Ταΰγετο μαζί με τ' αλαφρά σύννεφα που τα κυνηγούν ανοιξιάτικοι άνεμοι. Ποτέ δε θ' αγναντέψω το λιγερό ελιγμό του Αλφειού μέσα στο απαλό τοπείο της Ολυμπίαςμήτε θα λούσω το κορμί μου ανάμεσα στης Κυκλάδες, την ώρα που τα κύματα εναντιώνονται στο λευκό πανί που πηγαίνει για τη χρυσή Δήλο! Μα μήπως είμαι αθάνατος ; Θεός είμαι.

Και τούτο έλεγα από πριν, αλλά το λέω και τώρα, που βλέπω την απίστευτη του Αδμήτου ατυχία. Έπειτα απ' την απώλεια τέτοιας χρυσής γυναίκας μία ζωή αβάστακτη θα είναι η ζωή του. Άλκηστις, Άδμητος, Εύμηλος. — Ο χορός. ΑΛΚΗΣΤΙΣ Ω ήλιε! Ω φως και ω σύννεφα, που γρήγορα στα ύψη γυρίζετε και τρέχετε στον γαλανόν αιθέρα!

Την Κυριακή μετά το Πάσχα πήγε σε μια μικρή αγροτική γιορτή στο ξωκλήσι της Βαλβέρντε. Ήταν ένα κρύο απόγευμα και στην κοιλάδα του Ιζάλε φαινόταν να κυριαρχεί ακόμη ο χειμώνας αφού την έδερνε ο βοριάς και το Μόντε Άλμπο κάτω, στο βάθος, ανάμεσα στα σύννεφα έμοιαζε με καράβι που είχε εξοκείλει σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα.

Με την ευκή μου, παιδιά μου, με την ευκή μου να είνε, κι ας τονε σκεπάζουν κάποτες τον ήλιο και σύννεφα. Κωστ. Μαννούλα, τι λες; Άσπρη μέρα μας ξημερώνει και σύννεφα βλέπεις; Καλώς να σε βρω, χρυσή μου γριά, ίσως και μας ξανάμπη στον τόπο της η καρδούλα σου. Δέσπω. Καλώς να ορίσης, αγώρι μου. Με τις υγειές σου και καλώς όρισες, Κωσταντή μου, και να σε χαιρούμαστε, χρυσέ μου γαμπρέ.

Κι αν πάλι την κρύψω την κόλαση που μέσα μου βράζει, μα τα λιβάνια που μυρίζουν ακόμα, ταραχνιασμένο το πρόσωπο, τα σβυσμένα τα μάτια, τα χωματιασμένα τα σάβαναποιος μάγος θα μου τα κρύψη! Εσύ, μαύρη νύχτα, θα με σκεπάσης. Εσείς ανέμοι, θα μου δώστε τα φτερά σας, και σεις, σύννεφα, το σκοτάδι σας. Στο δρόμο κοντά στης Δέσπως. Συνέσ. Έχετε το νου σας, καλές μου, στη χαροκαμένη την αρχόντισσα.

Τρέχα να μη σου τα κάμω χρυσάφι τα μπούτια σου. Τρέχα, καψούλικο, τώρα που τόχουμε το φεγγάρι. Κουνήσου, ανάθεμά σε, ψοφήμι. Καλησπέρα, αφεντικό. — Στάσου, τσαναμπέτικο, στάσου! — Πώς σου φαίνεται το φεγγάρι, αφεντικό; Θα τόχουμε ώσπου να φέξη ή θα μας μαζέψη σύννεφα πάλε; — Στάσου που να σε πάρ' η κατάρα! Στεφ. Καλησπέρα, Κεριάκο. Μη φοβάσαι για τον καιρό. Κι α θέλη ο Θεός; Κερ.

Ο καιρός εξακολουθούσε να είναι βροχερός και γύρω από το εκκλησάκι, σκουρόχρωμο ανάμεσα στις πέτρες και στους θάμνους της πεδιάδας, βασίλευε μια απέραντη σιωπή, μια έντονη μυρωδιά από δάση. Τα σύννεφα που τρέχανε στον γκρίζο ουρανό έδιναν στον τόπο μια όψη ακόμη πιο φανταστική. Όλο το πρωί ξεφύτρωναν καβαλάρηδες μέσα από το ομιχλώδες μονοπάτι.