Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Ότε επλησίασαν, προτρέξασα η πρώτη, «Ιωάννα», είπε, συμπλέκουσα θωπευτικώς τους δακτύλους εις τους ξανθούς της ηρωίδος μας πλοκάμους, ««σε είδον διστάζουσαν αν ήθελες προτιμήσει του κόσμου τας απολαύσεις ή του μοναστηρίου την ησυχίαν και ευθύς έδραμον, ίνα οδηγήσω το άπειρον βήμα σου εις της αληθούς ευδαιμονίας την οδόν.
Ποίων ειδών λοιπόν οφθαλμούς θα ήθελες να έχης και να σου είναι σύντροφοι; εκείνους με τους οποίους κανείς εκουσίως αμβλυωπεί και στραβοκυττάζει ή εκείνους με τους οποίους αμβλυωπεί ακουσίως; Ιππίας. Με αυτούς που αμβλυωπεί εκουσίως. Σωκράτης. Τότε λοιπόν παραδέχεσαι κατ' αρχήν ως καλλίτερα από όλα τα πράγματά σου εκείνα που παράγουν κάτι πονηρόν εκουσίως ή ακουσίως; Ιππίας. Βεβαίως αυτά.
Πως την νοιώθω όλην την πίκρα στην ψυχή του πένθους μου!... ΧΟΡΟΣ Βεβαίως εγώ δεν ημπορώ να 'πω πως είσαι ευτυχισμένος. Αλλ' όμως με υπομονή πρέπει να υποστούμε ό,τι μας δίνουν οι θεοί. ΗΡΑΚΛΗΣ Πως ήθελα να είχα τόση μεγάλη δύναμι να πάω στον κάτω κόσμο να πάρω την γυναίκα σου κ' εδώ να σου την φέρω! ΑΔΜΗΤΟΣ Ξέρω καλά πως το ήθελες.
Τότε ο Κύρος, γελάσας είπε· «Και τούτο σοι επιτρέπω, ω Κροίσε, και ει τι άλλο ήθελες ζητήσει εις το μέλλον παρ' εμού.» Ταύτα είπεν, ο δε Κροίσος άνευ αναβολής έπεμψε Λυδούς εις τους Δελφούς, διατάξας αυτούς να κρεμάσωσι τα δεσμά του εις την είσοδον του ναού και να ερωτήσωσι τον θεόν εάν δεν ησχύνετο διά τους χρησμούς με τους οποίους παρώτρυνε τον Κροίσον να επιχειρήση τον πόλεμον κατά των Περσών, επί τη ελπίδι ότι ήθελε καταστρέψει την αρχήν του Κύρου· δεικνύοντες δε τας πέδας να τω είπωσιν ότι τοιαύτα ακροθίνια τω προσφέρουσι· και τέλος να τον ερωτήσωσιν εάν οι ελληνικοί θεοί συνειθίζωσι να ήναι αχάριστοι.
— Ότι ο άρχων έχει ανάγκην... — Ο άρχων δεν έχει ανάγκην, είπεν αγερώχως ο ξένος. — Δεν ειξεύρω να μιλήσω καλά, ετραύλισε συνεσταλμένος ο Γύφτος. — Δεν πειράζει. Ήθελες να είπης ότι ο άρχων επιθυμεί. — Ναι, αυτό ήθελα να είπω, εψέλλισεν ο Πρωτόγυφτος. — Καλά. Βλέπεις, όταν θέλης, δύνασαι να ομιλής ελληνιστί, είπεν ο άρχων. — Όταν μου τα λένε, τα διορθόνω, είπεν ο Γύφτος. — Και τούτο καλόν.
— Τι να της πης; — Αλλά τέτοια που είνε... είπεν ο Μάχτος έτοιμος να κλαύση. — Τι έχεις, μικρέ μου; — Τίποτε, είπεν ο Μάχτος συσταλείς. — Έπαθες τίποτε; — Όχι. — Τι την θέλεις την Αϊμάν; — Την ήθελα κάτι. — Τι την ήθελες; — Ήθελα να της ειπώ πράγματα... — Τι πράγματα; — Να την κάμω να έχη προσοχήν. — Διά τι πράγμα; — Διά το καλόν της, είπεν ο Μάχτος, και δεύτερον ρεύμα δακρύων τω επήλθε.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Λοιπόν τι ζώον σ' έκαμε να μου ανακαλύψης τα σχέδιά σου; Τότε δα ήσο αλήθεια άνδρας, όταν δεν σ' έλειπ' η καρδιά και να τα εκτελέσης! Και όσον μεγαλείτερος ζητείς να γείνης, τόσον είσ' άνδρας! Δεν συνέτρεχε τόπος ή ώρα τότε, αλλ' όμως ήθελες εσύ να φέρης και τα δύο. Ιδού πού ήλθαν μόνα των!
Μια μεγάλη βασίλισσα, ώμορφη σαν την αυγή. Το βασίλειό της ήτανε ωραίο και πλούσιο. Χρόνια και χρόνια ήθελες να ταξιδέψης για να φθάσης από την μιαν άκρη στην άλλη. Κ' είχε το βασίλειό της όλα τα καλά του κόσμου κι' όλες τις ομορφιές της πλάσης.
— Τι ήθελες ν' ανεκατωθής σ' αυτή τη δουλιά, αφού ξέρεις πως η κοπέλλα είνε αρρεβωνιασμένη; αρώτησεν η μάννα το γυιό της. — Εσύ δεν πρέπει ν' ανεκατώνεσαι στης δουλιές μου· είπεν εκείνος· — Με τα υποκείμενα που έχεις φίλοι, τον Σερέτη και τον παππά Κρητικό, γρήγορα θα την πάθωμε πάλι, κ' εγώ εβαρέθηκα τα ταξείδια· δε μπορώ πλιο.
Με εγνώριζες πριν να με πάρης, και έτρεξες οπίσω μου ως εκεί κάτω, γιατί ο έρως μου ήτον, ως έλεγες, ωραίος, μεγάλος αλλοιώτικος από τον έρωτα των άλλων γυναικών. Και μου έδωκες τον λόγον σου, ότι η Μαρία Μύρτου θα έμενε πάντοτε ελευθέρα... Κ ώ σ τ α ς. Μα αν δεν παραδεχόμην ότι ήθελες, ο γάμος μας δεν θα γίνονταν. Μ α ρ ί α. Κ ώ στ ας Ίσως. Ίσως. Αν και σε βρίσκω υπερβολικήν. Μ α ρ ί α.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν