Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Εγώ νομίζω ότι και αν δεν ήμην γνήσιον τέκνον σου, αλλ' υιοθετημένον και ήθελες να με αποκήρυξης, πάλιν δεν θα είχες δικαίωμα• διότι εκείνος όστις ηδύνατο να μη πράξη τι, δεν δικαιούται, αφού το έπραξε, να το αναιρέση.

Πραγματικώς μα τον Δία, καλέ Ιππία, είσαι ευτυχής, διότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν ευχαριστούνται, εάν θελήση κανείς να απαριθμήση εις αυτούς τους ιδικούς μας άρχοντας από την εποχήν του Σόλωνος· ει δε μη, θα τα εύρισκες δύσκολα, αν ήθελες να τα μάθης. Ιππίας. Από πού ως πού, Σωκράτη μου; εγώ μίαν φοράν να ακούσω πενήντα ονόματα στη σειρά θα τα απομνημονεύσω. Σωκράτης.

Μου ήρθε στο νου εκεί που μια από αυτές τις μέρες καθόμουνα και κρατούσα το χέρι της γυναίκας μου και κείνη ακκουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο μου. — Να είμαι τόσο μακριά από σένα! είπε ένα βράδι. Να είμαι τόσο μακριά! Είμουνα γιατί νόμιζα πως ήθελες να μ' εμποδίσης να πάω να βρω το Σβεν. — Τώρα δεν τα θέλεις πια; είπα. — Όχι, όχι, απάντησε. Τώρα θέλω να μείνω μαζί σου.

Δεν τον περίπαιξα, πατέρα, απαντά εκείνος θρηνωδώς· μασκαρά μονάχα τον είπα. — Και τι παραπάνω ήθελες να του ειπής; υπολαμβάνει η μήτηρ του, ανισταμένη και αυτή της τραπέζης, και εξετάζουσα λεπτομερέστερον την κηλιδωθείσαν εσθήτα της.

Άκουσον, ω Βανάη· μου είνε γνωστή η κατάστασίς σου, εις την οποίαν η γενναία σου καρδία σε έφερε· εγώ αποφάσισα να σε βοηθήσω να έβγης από αυτήν την δυστυχισμένην κατάστασιν, και να ζήσης πολλά καλύτερον απ' ότι έζης χωρίς να φοβηθής πλέον να πέσης εις δυστυχίαν και κοντολογής θέλω σε γεμίσει από πλούτη, αν από μέρος σου ήθελες είσαι πρόθυμος να μου κάμης μίαν χάριν, που από λόγου σου επιθυμώ να λάβω.

Ω φύσις, απ' την κόλασιν τι ήθελες να πάρης ενός διαβόλου την ψυχήν, να την μεταφυτεύσης εις τέτοιον γλυκοαίματον χαριτωμένον κήπον; Πώς έτσι να χρυσοδεθή τέτοιον αισχρόν βιβλίον; Πώς η ψευτιά να κατοική τόσον λαμπρόν παλάτι;

Ήθελες, τάχα, να σαβανώσης το κορίτσι. Και την ώρα που το σαβάνωνες, μαύρισε το χέρι σου . . . και πως έβαλες τάχα, το χέρι σου στη φωτιά, για να ξεμαυρίση. — Μπα! αλαφροΐσκιωτη! είπεν η γραία Χαδούλα . . . Κ' έκαμες κουτουράδα, κ' ήρθες, τέτοιαν ώρα . . . — Δεν μπορούσα να ησυχάσω, μάνα. — Και δεν σ' έννοιωσε το Κρινιώ, που έφυγες; — Όχι· κοιμάται.

Δεν γελιέσαι, της είπα, βέβαια η μορφή μου γηραλαία είνε και έτσι πρέπει να με στοχάζωνται, και αν ερχόμουν καθώς είμαι, εσύ με ήθελες ιδεί με τα γένεια άσπρα και μακρά, και με το κεφάλι φαλακρόν· μα το έκρινα εύλογον ότι θέλεις αγαπήσει καλύτερον αν είμαι με μορφήν νέαν, παρά γηραλέαν· και διά τούτο ήλθα εις ετούτην την μορφήν καθώς με βλέπεις.

Αυθέντη, του λέγει ο Ομάρ, παύσε να με φοβερίζεις, σε παρακαλώ, και μην είσαι θυμωμένος εναντίον μου· ομνύω εις τον Πλάστην του κόσμου ότι άλλην θυγατέρα από αυτήν δεν έχω· εγώ σου το είπα χίλιες φορές ότι αυτή διά λόγου σου δεν ήτον· μα εσύ δεν ήθελες να με πιστεύσης, και εις τούτο δεν έχω πταίξιμον κανένα. Ο Κατής εις ετούτα τα λόγια ήλθεν εις τον εαυτόν του, και λέγει του βαφιά.

ΑΔΜΗΤΟΣ Τώρα μονάχα βλέπω πόσο σ' αρέσει η ζωή. ΦΕΡΗΣ Σ' εσένα δεν αρέσει, που άλλος για σένα πέθανε και τώρα τον παιδεύεις; ΑΔΜΗΤΟΣ Είναι σημάδι και αυτό δικής σου ανανδρίας. ΦΕΡΗΣ Τώρα θα πης πως πέθανεν η Άλκηστις για μένα! ΑΔΜΗΤΟΣ Εύχου να μη με χρειασθής ποτέ, σε καμμιά ανάγκη· ΦΕΡΗΣ Πάρε και άλλες σαν κι' αυτήν για νάχης να πεθαίνουν. ΑΔΜΗΤΟΣ Δική σου είναι η ντροπή, που ήθελες να ζήσης.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν