Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Οι Στράτιοι δεν συνεπλάκησαν μετ' αυτών, διότι δεν είχον ενισχυθή ακόμη παρά των άλλων Ακαρνάνων, αλλ' εσφενδόνιζον μακρόθεν και τους έφεραν εις μεγάλην αμηχανίαν· διότι δεν ηδύναντο ουδέ βήμα να προχωρήσουν άνευ ασπίδος· οι δε Ακαρνάνες φημίζονται ότι είναι άριστοι σφενδονισταί.

Πες του, μωρέ, πόλεμος έγινε δε μπορούσε παρά να χαθούν κι άνθρωποι. Ο μ π ί μ π α σ η ς κούνησε το κεφάλι του κι αποκρίθηκε «κι από μας τσοκ! Τόρα φευγάστε και το Σάββατο άμα έρθη ο διοικητής σας να φιλιωθούμεΚι ο μ π ί μ π α σ η ς έκαμε ένα βήμα να φύγη, όντας στάθηκε κι είπε: Ε! δεν είστε, σεις στρατιώτες, είστε κλέφτες!... Πες του γιατί, μωρέ; λέω στο δραγομάνο μου.

Ακολούθησε βήμα βήμα τη γυναίκα, έβγαλε τον σκούφο για να τοποθετήσει με δύναμη το κομμάτι το ξύλο κάτω από την πόρτα και περίμενε πάλι με υπομονή να επιστρέψει η ντόνα Έστερ στο πηγάδι για νερό. «Δώστε, δώστε σ’ εμένα», είπε παίρνοντάς της τον κουβά από το χέρι και ενώ ανέβαζε το νερό κοίταζε μέσα στο πηγάδι, για να μην κοιτάζει κατά πρόσωπο την κυρά του, επειδή ντρεπόταν να της ζητήσει τα λεφτά που του χρωστούσε. «Ντόνα Έστερ, δεν βλέπω πια τα δεμάτια με τα καλάμια.

Θεοκατάρατε! Ανεφώνησεν ακόμη μίαν φοράν η γραία, η σορός, απειλητικώτερον. Και ο γέρω-Μπαρέκος, αφού απεμακρύνθη έμφοβος, ετάχυνε κατόπιν το βήμα και έγεινεν άφαντος.

Του φάνηκε πως το βήμα του αλόγου αντηχούσε επάνω στον τοίχο, από πάνω του, κι έπειτα χαμηλότερα, επάνω στο κορμί του, επάνω στην καρδιά του. «Έφυγε χωρίς να μου πει τίποτε! Εγώ όμως, όταν μου είπε την ιστορία του με το λιμενάρχη, δεν έκανα το ίδιοΞαφνικά πετάχτηκε επάνω, σαν κάτι να τον τσίμπησε.

Μα αφτός γιομάτος θάρρος πάντα πότε όρμαε στο σωρό, πότε έστεκε αλυχτώντας τρομαχτικά, μα πίσω πια δε σάλεβε ούτε βήμα. 160 Κι' όπως λιοντάρι που ψοφάει της πείνας δε μπορούνε βοσκοί λαγκαδοκοίμητοι από σφαχτό να διώξουν, έτσι κι' οι Αίιδες, οι διο χαλκόφραχτοι ασπιστάδες, τον Έχτορα απ' τον Πάτροκλο να σκιάξουν δε μπορούσαν.

Ενθυμείσαι, . . . ότε προ τεσσάρων ετών συνωθούμεναι και αι δύο διά της στενής κλίμακος, κατωρθώσαμεν μετά κόπον πολύν να εύρωμεν θέσιν εντός του μικρού ακροατηρίου, και προσμένουσαι ανυπομόνως να τον ακούσωμεν εκινούμεν τα ριπίδιά μας ως μηχαναί, διά να μη λιποθυμήσωμεν εκ του καύσωνος και της στενοχωρίας; «Ο Δεληγεώργης θα ομιλήση! θα ομιλήση ο Δεληγεώργηςεψιθύριζον πέριξ ημών τα πυκνά ακροατήρια, και μετ' ολίγον αληθώς τον είδομεν εγκαταλείποντα την θέσιν αυτού και αναβαίνοντα εις το βήμα.

Ο Μπουκώσης, όστις ενόει την μυστηριώδη γλώσσαν της φλάσκας, δι' ης αύτη εκάλει τους φίλους της, ως η κλώσσα τους νεοσσούς της, έκαμεν έν βήμα με τον δεξιόν πόδα, εν σχήματι ορθής γωνίας, δεύτερον βήμα με το αριστερόν γόνυ εις το έδαφος, εξηπλώθη τετραποδίζων, επλησίασεν εις τον σχοίνον, και λαβών την μεγάλην οινοβριθή φλάσκαν την επλησίασεν εις τα χείλη του, και έπιε γενναίαν δόσιν απνευστί.

Και τέλειονε το κέντημα, το χιλιοξομπλιασμένο, Κεντώντας πόλη κάτασπρη κοντά σε περιγιάλι, Με μάρμαρα πελεκητά και χρυσοσκαλισμένα, Και στην κορφή πανέμορφο βασιλικό παλάτι, Οπού έχει μέσα βασιλιά κι’ απανωθιώ σημαία Γαλάζια-καταγάλαζια, μ’ άσπρο Σταυρό στη μέση, Και μες στη μέση του Σταυρού κορώνα στουροφόρα.... Κι’ αντίκρυ από του Βασιλιά το κάτασπρο παλάτι, Κένταγε βράχον ένδοξο, περίφανο, μεγάλον, Από τον ήλιο κόκκινο κι’ από τα χρόνια μαύρο, Και στην κορφή τον ξακουστό και θείον Παρθενώνα, Της Τέχνης άγιο λείψανο, του Ωραίου άγιο βήμα, Προσκυνητάρι σεβαστό του κόσμου πέρα ως πέρα.

Ήγοντο εκεί χοροί και πανηγύρεις· δρόσος και αναψυχή και χάρμα εβασίλευεν. Εθύοντο αρνία και ερίφια, και σπονδαί εγίνοντο πυροξάνθου ανθοσμίου. Ετελούντο αγώνες αμίλλης, δισκοβολίαι και άλματα. Έπληττε τας πραείας ήχους ο φθόγγος του αυλού και της λύρας, συνοδεύων το έρρυθμον βήμα των παρθένων προς κύκλιον χορόν. Και ξανθαί, ερυθρόπεπλοι βοσκοπούλαι επήδων, επέτων, εκελάδουν.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν