Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Ναι, μα είναι αλήθεια πως περάσανε περσότερα από δέκα χρόνια; Είναι αλήθεια πως γεράσαμε τόσο; — Σε λυπεί αυτό; απάντησα και χαμογέλασα. Ακκούμπησε απάνω μου και πήρε το χέρι μου. — Είτανε μια εποχή, που είχα τόσο φόβο από τα γερατιά, είπε. Και τον έχω ακόμα. Μα δε νοιώθω γιατί λένε πως στα νιάτα του αγαπά κανείς περσότερο και πως είναι πιο ευτυχισμένος. Εκείνοι που το λένε δε θαγαπήσανε ποτέ.

Ο πλοίαρχος ετοιμάστηκε σε δυο μέρες· περάσανε πλάι από τις ακτές της Γαλλίας· περάσαν αντίκρα από τη Λισσαβώνα κι' ο Αγαθούλης ανατρίχιασε. Μπήκανε στα στενά του Γιβραλτάρ και στη Μεσόγειο, και τέλος φτάσανε στη Βενετία. — Ευλογητός ο Θεός! είπε ο Αγαθούλης, αγκαλιάζοντας το Μαρτίνο. Εδώ θα ξαναϊδώ την ωραία Κυνεγόνδη. Έχω πεποίθηση στον Κακαμπό, και στον εαυτό μου.

Έφταιξα, ας με παιδέψη ο Νόμος. Τι να τηνέ κάνω τη ζωή; Είδα τη γλύκα της. Κι' αυτά που θα σου πω, πάρτα σαν παραμύθι. Έτσι για να τα θυμάσαι Τίποτ' άλλο... Ένα παραμύθι. Έδεσα τα χέρια μου και τον άκουγα. Είμαστε μοναχοί μας μέσα στο κατώγι Από το χαμηλό παραθύρι περάσανε δυο στρατιώτες, κυττάξανε μέσα μια ματιά και προσπέρασαν, σαν άνθρωποι συνειθισμένοι από τέτοια πράμματα.

Ω, πώς τις συλλογίζουμαι τώρα τις λίγες αυτές βδομάδες, που δεν την έβλεπε κανένας άλλος από μας! Και πώς μπορέσανε να σβήσουνε μέσα στο νου μου όλα όσα περάσανε! Μπροστά στην άφωνη ευτυχία τους δε λογαριάζεται όλη η ανησυχία κ' η θλίψη, που δοκιμάσαμε προτήτερα. Όλα όσα είπαμε τα έχω σημειωμένα και φυλαγμένα στη μνήμη μου.

Το θυμάμαι, λέει; Η θύμηση μας απόμεινε... Και δεν είνε που θα σε φάνε τα ψάρια, μόνο θα σου πούνε και τύφλα. Και θα γελάη και το φεγγάρι από πάνω σου. Είδες, αλήθεια, πώς γελάει το φεγγάρι καμμιά φορά; — Το φεγγάρι; Δυο πήχες ανοίγει το στόμα του, Στρατή, σα θέλη να γελάση. Ο Στρατής τέντωσε τα χέρια του και ξεραχαμνίστηκε. Θυμήθηκε τα χρόνια που περάσανε.

Σκοτώσανε άφθονους Ρούσσους, μα μας το πληρώσανε καλά: Οι γιανιτσάροι περάσανε το Αζόφ διά πυρός και σιδήρου χωρίς να χαριστούν ούτε σε γένος ούτε σε ηλικία. Έμεινε μόνο το δικό μας μικρό φρούριο. Οι εχθροί θελήσανε να μας πιάσουν με την πείνα. Οι είκοσι γιανιτσάροι ωρκιστήκανε να μην παραδοθούνε ποτέ.

Όταν περάσανε τα πενήντα χρόνια, για όσο διάστημα είχαν αγοράσει τον τόπο οι γέροι μια φορά, ήρθε ο χωρικός που τον είχε ιδιοχτησία και τον ξαναπήρε. Έδιωξε τους νέους κατόχους αποκεί. Και για αυτό γκρεμιστήκανε τα σπίτια, σηκωθήκανε τα ξύλα και το χωράφι, που φυτευότανε πρωτήτερα πατάτες, γέμισε αγριόχορτα κι αγκάθια και το μέρος φαινότανε και δω σα να το ρήμαξε η φωτιά.

Στην αρχή τα χρώματα της χλαμύδας των αρματηλάτηδων είταν άσπρο και κόκκινο. Σα γένηκαν τέσσερα τάρματα, πήραν και το πράσινο και το κυανό. Κατόπι έγιναν έξη στη Ρώμη τα χρώματα. Στο Βυζάντιο όμως περάσανε δυο μονάχα, το πράσινο και το κυανό, και μάλιστ' από τον καιρό του Σεπτήμιου Σεβήρου, που δεν είταν ακόμα πρωτεύουσα.

Εκείνοι όμως, ας είναι καλά τα δώρα τω Γότθων, όχι μονάχα αρματωμένους τους άφησαν και περάσανε, μα μήτε κατόπι δε νοιαστήκανε να τους ξαρματώσουνε. Λογαριάζουν πως ως ένα μιλλιούνι γοτθικός λαός και γυναικόπαιδα πέρασαν τότες, εξόν από διακόσες χιλιάδες αρματωμένοι. Μόλις κατεβήκανε στη Μοισία, και τους πλακώνει μεγάλη πείνα.

Μόλις μπορούσα να πιστέψω ό,τι έβλεπα, όταν όλα περάσανε καλά κ' η γυναίκα μου, έπειτα από βαρύν αγώνα, άρχισε να δυναμώνη σιγά σιγά. Έφερε στη ζωή ένα χαριτωμένο πλάσμα κι από τις πρώτες μέρες του μιλούσε με λόγια, που δεν μπορούσε να τακούση κανένας άλλος. Μα το κοριτσάκι δεν ήρθε. Στη θέση του ήρθε έν' αγοράκι, που τονομάσαμε Σβεν. Ο μικρός Σβεν μεγάλωνε κ' έγινε ο αγαπημένος όλων.

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν