Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Το κακό είνε που, σαν πέση κι' αυτουνού η αγαπητικιά του να τονέ βρη στη θάλασσα, δε θ' ανταμωθούν ποτέ... Κανένας δεν του αποκρίθηκε. Μόνο η βοή της θάλασσας επάλευε με τη φωνή του μεθυσμένου: «Παρακαλώ σας κύματα μη μου την εξυπνάτε». Ως που να γίνη το κρασί κρασάκι περάσανε πενήντα χρόνια. Κι' άλλα τόσα ως που να γίνη ο Καπετάν Δημήτρης Μπαρμπα-Δημητρός.

Τώρα καταλαβαίνω κ' εγώ πως ούτε η εξουσία του πατέρα, ούτε καμμιά εξουσία δεν έχει το δικαίωμα να βαλθή ανάμεσα δυο αγαπημένων πλασμάτων και να τα χωρίση. ΜΙΣΤΡΑΣΤι όραμα ευτυχίας, αλήθεια. Ένα φως νομίζω πως χύθηκε καθώς περάσανε, μέσα στη ψυχή μου. ΦΛΕΡΗΣΣκλάβος είνε ο Έρως στον κόσμο. Σκλάβος ακόμα. Όταν σπάση τα δεσμά του, γιατρέ, η γη θα γεμίση από παρόμοιες ευτυχίες.

Τρέχει τότες ο λαός στο παλάτι, τρέχουν οι δυο οι φατρίες, και γυρεύουνε συχώρεση για τους δυο αυτουνούς. Κ' επειδή ο Αυτοκράτορας δεν ήθελε να τους ακούση, προφταίνουνε δυο καλόγεροι και τους γλυτώνουν. Τους περάσανε με καΐκι στην εκκλησιά του Αγίου Λαυρεντίου, και τους έδωκαν εκεί άσυλο. Στέλνει τότες ο Έπαρχος στρατιώτες να τους φυλάξουν και τους δυο μέσα στην εκκλησιά.

Παράγγειλα να μου φέρουν ένα αμάξι και την ίδια στιγμή που έκανα αυτό σκέφτηκα πως έπρεπε να φάω. «Ο Σβεν πέθανε», συλλογίστηκα. «Δε θα τονέ βρω ζωντανό, άμα φτάσω σπίτι. Άμα όμως φτάσω δεν πρέπει να είμαι νηστικός και κουρασμένος. Πρέπει να είμαι σε θέση ναγρυπνήσω και να παρηγορήσω τη γυναίκα μουΌλα αυτά περάσανε στο νου μου εκεί που καθόμουνα και περίμενα το αμάξι.

Ύστερα θυμήθηκε μια μέρα, ανήμερα των Ταξιαρχώνστην Αθήνα. Ο παπάς γιόρταζε και είχανε τραπέζι το βράδυ. Δεν ήτανε πια κοπέλλα, ούτε νέα καλάκαλά. Είχε πατήσει τα τριάντα. Αφού φάγανε και ήπιανε, αρχίσανε την ψαλτική, τα τροπάρια. Άλλο τραγούδι δεν ήθελε ο παπάς στο σπίτι.. Πότε περάσανε τριάντα χρόνια!

Ναι, μοιάζει ίσως περσότερο με την ήσυχη πίστη για το μέλλον, που ζει στην ψυχή αντρών, που μέσα τους δεν πεθαίνει ποτέ όλως διόλου ο νέος. Ζούσε και στη δική μου ψυχή σα νοσταλγία και περάσανε δεκάδες χρόνια όσο να μπορέσω νακούσω το μήνυμά της.

Όταν οι πρώτες καταστροφές αυτής της φριχτής πανούκλας περάσανε, πουλήσανε τις σκλάβες του μπέη. Ένας έμπορος μ' αγόρασε και μ' έφερε στο Τούνεζι. Με πούλησε σ' έναν άλλον έμπορο, που με ξαναπούλησε στην Τρίπολη· από την Τρίπολη ξαναπουλήθηκα στην Αλεξάντρεια· από την Αλεξάντρεια στη Σμύρνη· από τη Σμύρνη στην Πόλη.

Μα όταν και τέταρτη φορά περάσανε απ' τις βρύσες, πια τότε ο Δίας τέντωσε τη χρυσοζυγαριά του, και βάζοντάς της μοίρες διο σκοταδερού θανάτου210 τη μια για του Πηλιά το γιο, του Έχτορα την άλληζιάζει απ' τη μέση πιάνοντας, κι αμέσως του Εχτόρου 212 γέρνει το μάβρο ριζικό.

Πώς μπορούσα να σωπαίνω για όλα αυτά; Πώς μπορούσα να ξεχάσω πως όσα είχα να πω αληθινά γι' αυτό το πράμα θα 'της δίνανε δίχως άλλο τη μεγαλήτερη ευτυχία; Θέλησα να διωρθώσω μεμιάς το σφάλμα μου και γι' αυτό της θύμησα την ημέρα που είπε πως ήθελε να πιστεύη, να στοχάζεται και να ζη όπως εγώ. — Θέλω να το μάθης μια φορά, είπα. Περάσανε από τότε χρόνια. Ποτέ όμως δεν απαίτησα από σε κάτι παρόμοιο.

Έτσι έχουνε να πούνε πως οι παλιοί ανθρώποι, που χρόνια τώρα τους έχει φάει το χώμα, και που μια φορά κ' έναν καιρό περάσανε στον απάνω κόσμο μεγάλα βάσανα και πάθη, σε αγάπες, σ' έχθρητες και σε πολέμους, θέλοντας να μη ξεχασθούν τα βάσανά τους, ξαναγυρίζουνε στον κόσμο κι' ανιστορούνε τη ζωή τους στους αλαφροΐσκιωτους ανθρώπους.

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν