Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Σεπτεμβρίου 2025
Το παιδί χτύπησε το μουλάρι του για να φτάση το ξεμακρυσμένο καρβάνι, κι' ο πατέρας σωριάστηκε στο πεζούλι του χανιού, κι' άρχισαν να τρέχουν τα μάτια του, σα βρύσες.
Ήρθε κι αυτός ο Πρίαπος, ήρθε κ' εκείνος κ' είπε: «Πώς έτσι απομαραίνεσαι, δυστυχισμένε Δάφνι; Η κόρη εκείνη π' αγαπάς περνοδιαβαίνει τώρα σε βρύσες με τα κρυά νερά και σε πυκνά λαγκάδια. Τι σε ζαλίζω; έχεις εσύ δυστυχισμένη αγάπη.» Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Ότι επρωτώρθες, μ' εχάιδεψες και με στοχάσθηκες πολύ· μου έδινες νερό με μούρες μέσα· και μου έδειχνες πώς να λέω το φως το μεγάλο, και πώς το μικρότερο, που καίνε την ημέρα και τη νύκτα· και τότε εγώ σ' αγάπησα, και σου εφανέρωσα όλα τα ιδιώματα του νησιού· τες γλυκές βρύσες, τα γλυφά πηγάδια, τους τόπους τους άκαρπους και τους καρπερούς· ανάθεμά με που έπραξα έτσι! — Τα μάγια όλα της Συκόρακας, ζάμπες, κανδηλοσβύστες, νυκτερίδες, απάνου σας να πέσουν! γιατί απ' όσους έχετε υπηκόους εγώ είμαι, που πρώτα ήμουν του εαυτού μου βασιλέας· και σεις με κλείτε γουρούνι μέσα σε τούτον τον άγριο βράχο, και μου κρατείτε το επίλοιπο νησί.
Σα σηκωθήκαμε, πήγα στο παράθυρο να κοιτάξω, νακούσω τίποτις που να με ζωντανέψη. Ησυχία, και μοναξιά! Μήτε τρουξαλλίδες, μήτε βρύσες, μήτε αμπελοβάβρακα!...
Εγώ ευθύς τον ακολούθησα, και αφού απεράσαμεν διάφορα σοκάκια, με έφερεν εις ένα μεγάλο σπήτι, του οποίου αυτός είχε τα κλειδιά· εμβαίνοντας εις αυτό το είδα πλουσιοπαρόχως στολισμένον, και εις την μέσην του οποίου ήτον ένα πολλά ωραίον περιβόλι με διάφορες βρύσες.
Που μαγειρεύω τες οχιές και τες μονομερίδες, Και καταιβάζω από ψηλά τη νύκτα το φεγγάρι, Και το χτυπώ, σαν άργανο, το δέρνω, σαν παιδάκι... Έχω στη διάτα μου πολλούς κι’ αμέτρητους διαβόλους, Δαιμόνους και ισκιώματα και κατσιποδιαραίους Και βάνω τους, σα δούλους μου, σαν υποταχτικούς μου, Κι’ αναμοχλεύουν τη βουνά και ξερριζόνουν δέντρα Και κάνουνε τη τρίσβαθη, τη θάλασσα άνω-κάτω... Ρίχνω στ’ αστέρια και μπορώ να μάθω ό, τι θελήσω, Κι’ ό, τι κρατάει κάθε καρδιά στα φύλλα της κλεισμένο... Βάνω στον κρύον κόρφο μου και κατοικούνε φείδια Και μέσα εκεί γεννοβολούν κι’ εκεί κλωσσολογούνε Και βγάζουν τα φειδάκια τους και κάνουν τα μικρά τους... Μαγεύω χώρες και χωριά, μαγεύω πολιτείες, Την αρμυρή τη θάλασσα, τους τέσσερους ανέμους... Μαγεύω τα τρεχούμενα νερά και σταματούνε, Τα ψάρια και δεν κολυμπούν, τ’ αλάφια και δεν τρέχουν, Του αγέρα τ’ άγρια πουλλιά και δεν πετούν τ’ αψήλου, Τ’ αηδόνια και βουβαίνονται, τες βρύσες και στειρεύουν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν