United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και οι νάνοι και οι γιάνας, μικρές νεράιδες που τη μέρα μένουν στο καμωμένο από βράχους σπίτι τους να υφαίνουν χρυσό πανί σε χρυσούς αργαλειούς, χόρευαν στον ίσκιο των μεγάλων θάμνων της αγριελιάς, ενώ οι γίγαντες πρόβαλαν ανάμεσα από τους φεγγαρολουσμένους βράχους των βουνών, κρατώντας από τα χαλινάρια τα τεράστια πράσινα άλογά τους που μόνο εκείνοι μπορούν να καβαλικέψουν και κατασκόπευαν εάν εκεί κάτω, ανάμεσα στις εκτάσεις του βλαβερού φλόμου κρυβόταν κανείς δράκος ή εάν το μυθικό φίδι κανανέα, που ζούσε από τα χρόνια του Χριστού ακόμη, σερνόταν πάνω στην άμμο γύρω από το βάλτο.

Η κόρη εκείνη δεν θα υπώπτευε την παρουσίαν μου. Άλλως ήμην εν συνειδήσει αθώος. Εν τοσούτω όσον αθώος και αν ήμην, η περιέργεια δεν μου έλειπε. Και ανερριχήθην πάλιν σιγά-σιγά προς τα επάνω και εις την κορυφήν του βράχου, καλυπτόμενος όπισθεν των θάμνων έκυψα να ίδω την κολυμβώσαν νεανίδα. Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα.

Την ώραν πού τους ετουφεκοβολούσαν τ' αποσπάσματα, ελλοχεύον όπισθεν πυκνών θάμνων και βράχων το παλληκάρι εκείνο της Ρούμελης, ίσως διότι το ταμπούρι του τού εφαίνετο πολύ ασφαλές, τις οίδε τι είχε σκεφθή, ή τι σοβαρόν είδεν, ή τι αστείον ήκουσε παρά τινος γείτονος συντρόφου του, κ' εγέλασεν, όπως οι άνθρωποι γελούν. Συγχρόνως, εν ακαρεί, του ήλθε το βόλι.

Διά να φύγω έπρεπεν εξ άπαντος να πατήσω επί μίαν στιγμήν ορθός εις την κορυφήν του βράχου, είτα να κύψω όπισθεν θάμνων, να λύσω την αίγα μου, και να γείνω άφαντος κρατών την πνοήν μου, χωρίς τον ελάχιστον κρότον ή θρουν. Αλλ' η στιγμή καθ' ην θα διηρχόμην διά της κορυφής του βράχου ήρκει διά να με ίδη η Μοσχούλα. Ήτον αδύνατον, καθώς εκείνη έβλεπε προς το μέρος μου, να φύγω αόρατος.

Οι άντρες ήταν πιο εκδηλωτικοί με τις γυναίκες παρασύροντάς τες στο χορό, και ο ήλιος που έριχνε λοξά τις ακτίνες του χρωμάτιζε ροζ το προαύλιο που βούιζε σαν κυψέλη. Με το λιόγερμα ο κόσμος συγκεντρώθηκε στην εκκλησία και χιλιάδες φωνές συγχωνεύθηκαν σε μια, όπως έξω συγχωνευόταν το άρωμα των θάμνων.

Δεν επεζήτουν νέας επί της Χίου συγκινήσεις, επεθύμουν μόνον να εκτελέσω τον σκοπόν μου και να φύγω όσον τάχιον. Δεν ήθελα να βλέπω την καταστροφήν της πατρίδος μου, ούτε Τούρκους να βλέπω ήθελα. Ο Παντελής εκάθητο πλησίον μου τρώγων το λιτόν πρόγευμά του, ο δε όνος του παρέκει κατεγίνετο εις εύρεσιν τροφής μεταξύ των ολίγων επί της πετρώδους κορυφής θάμνων.

Καθώς έτρεχεν, αυτιαζομένη κατά πάσαν στιγμήν, εξαφνιζομένη, και νομίζουσα ότι ακούει παντού βήματα, εις το μονοπάτι, ανάμεσα εις δένδρα και θάμνους, ήκουσε βήματα αληθή, ερχόμενα από διακοσίων βημάτων, από τον κύριον δρόμον. Εκρύβη όπισθεν των θάμνων, και της εφάνη ότι ήσαν πράγματι οι χωροφύλακες, βαδίζοντες προς την καλύβαν του Καμπαναχμάκη, προς το μέρος οπόθεν αυτή ήρχετο.

Τότε φως επέλαμψε διά μιας εις τους οφθαλμούς της ψυχής του, και οιονεί μυστηριώδης επίνοια επεφοίτησεν εις τον νουν του. — Θα είνε κλέφταις· είπε. Και χωρίς να χάση καιρόν, πηδά ελαφρώς όπισθεν των θάμνων και αρχίζει να τρέχη επί της οδού της αγούσης εις το φρούριον. — Εις όνομα Κυρίου· εψιθύρισε μόνον.

Εγνώριζε παμπόλλας πλαγίας οδούς, και μονοπάτια γνωστά μόνον εις τους ανθρώπους του επαγγέλματός του. — Εκεί μεταξύ των θάμνων ήρχιζε ένα μονοπάτι γνωστότατον αυτώ· χιλιάκις το είχε διατρέξει. Διά του μονοπατίου τούτου θα προελάμβανε τους πειρατάς κατά χίλια τουλάχιστον βήματα. Είχε καιρόν να υπάγη, να έλθη, κ' εκείνοι να μην έχουν φθάσει ακόμη! Ήτο μονοπάτι και ήτο κρημνός.

Έως ότου έλθωσιν εις το μονοπάτιον οι τέσσαρες ξένοι, υπέστησαν παλλάς αμυχάς εις τας χείρας και τας παρειάς. Αλλ' επειδή ήσαν ένοπλοι με υαλιστεράς καινουργείς καραμπίνας ευκόλως διήνοιγον τας άκρας των σκληρών θάμνων και επερνούσαν παρεισδύοντες ως εν μέσω ακανθοχοίρων μετά προσοχής. Επλησίαζαν τα χαράγματα.