Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Ορίστε και τα δάκρυα, που άφθονα τα χύνεις, οπόταν κόμμ' αντίπαλον βυζαίνει την πατρίδα, και συ απ' έξω κάθεσαι και ξεροκαταπίνεις και γίνονται για το ψωμί τα μάτια σου γαρίδα. Ορίστε και τα δάκρυα κι' οι τόσοι κοπετοί!... και να θαρρώ το κλάψιμο πως είναι κάτι τι; Αν έζης σήμερα και συ, κλαψάρ' Ιερεμία, γέλοιο τρελλό θα σούκανε το κλάμμα η Χημεία.

Άλλοι τόσοι εξωμερίται και βοσκοί, ο Σκαρλάτος κ' οι γείτονες, συνηθροίσθησαν εις την μικράν έπαυλιν. Ο καπετάν Γεωργάκης είχεν αποθάνει την προλαβούσαν νύκτα. Εκείνος τον οποίον είχεν ιδεί το μεσημέρι, ο άγγελος ή ο χάρος, είχεν ξαναέλθει περί τα μεσάνυκτα, καθώς προείπεν ο καπετάν Γεωργάκης, και τον «έκοψε».

Τι θέλεις παρεπάνω; Δεν φθάνουν τόσοι; Και αυτούς δεν 'ξεύρω τι τους θέλεις; Έξοδον είναι περιττόν και κίνδυνος μεγάλος, και είναι δύσκολον πολύ εις ένα σπίτι μέσα τόσοι πολλοί να μαζευθούν και δυο να τους ορίζουν χωρίς συχνά μαλλώματα. Αδύνατον το βλέπω! ΓΟΝΕΡ. Και διατί, αυθέντα μου, να μη σε φθάνη τάχα να έχης υπηρέτας σου τους ιδικούς της δούλους ή τους δικούς μου;

Το ξέχασαν το ιερό το χρέος που οι προγόνοι τους δίδαξαν, και σα να ξημέρωσε η μέρα που τόσοι αιώνες ολοσκότεινοι λαχταρούσαν, άρχισαν κ' έστηναν παλάτια μαρμάρινα, θέατρα και Πανεπιστήμια και Βουλές, σα να μην αναστέναζαν ακόμα μέσα στης σκλαβιάς την ταπείνωση χιλιάδες αμέτρητες!

Όμως και τ' άλλα ακόμα να βγάλει πλουμιστά άρματα δε μπόρεσε απ' τους ώμους, τι οι χτυπησές τον στένεβαν. Και σκιάχτηκε των Τρώων το δυνατό διαφέντεμα, που τόσοι εκεί, ένας κι' ένας, στάθηκαν στο νεκρό σιμά βαστώντας τα κοντάρια, κι' όσο κι' αν είταν δυνατός φανταχτερός μεγάλος, 625 πίσω τον άμπωξαν· κι' αφτός ανοίγει και κωλώνει. Σαν έτσι οι άλλοι δούλεβαν μες στην καρδιά της μάχης.

Εάν την ήκουαν, ούτε αι άλλαι γυναίκες της Τροίας θα εγίνοντο δούλαι, ούτε συ ως δούλη θα ήσουν πλησίον εις τους τυράννους. Και η από όλην την Ελλάδα εκστρατεύσασα νεολαία δεν θα ηγωνίζετο δέκα χρόνια έξω από τα τείχη της Τροίας, ούτε τόσαι σύζυγοι θα έμεναν έρημοι, ούτε τόσοι γέροντες ορφανοί από παιδιά.

Η Μπαμπέττα συνέκρουσε το ποτήριόν της και ο Ρούντυ ευχαρίστησε διά την πρόποσιν. Κατά την εσπέραν επήγαν όλοι περίπατον επεριπάτησαν την ωραίαν κατά μήκος των μεγαλοπρεπών ξενοδοχείων οδόν κάτω από τας παλαιάς καρυδέας· και τόσοι άνθρωποι ήσαν εκεί, τόσος συνωστισμός, ώστε ηναγκάσθη ο Ρούντυ να προσφέρη τον βραχίονά του εις την Μπαμπέτταν.

Ας οσφρανθώ το μύρον της σμύρνας και αλόης, συ, χρυσαλλίς, μη φεύγης, δεν έρχομαι κοντά σου, και συ, ατμέ, που λάμπεις ως δρόσος πάσης χλόης, ράνε την κεφαλήν μου με τους αδάμαντάς σου. Οι πόθοι των ανθρώπων ας μου δονούν τα στήθη, ας μην ηχή ο γέλως πικρίας αμιγής, κι' ας με θαμβόνουν τόσοι φεγγοβολούντες λίθοι, οπόσοι κρυσταλλούνται 'στά Τάρταρα της γης.

Γιατί όμως δεν έγραψες δυο λέξεις, δεν έστειλες χαιρετίσματα; Κι όμως τόσοι ήρθαν από την Αμερική!» Ο Έφις έκανε ν’ απαντήσει, αλλά είδε τη Νοέμι να γελά σαν να ήξερε κι εκείνη την αλήθεια, και έπαψε ακόμη πιο ταπεινωμένος. «Κι έφυγες έτσι, Έφις! Σαν να σ’ είχαμε προσβάλει, χωρίς να πεις μια λέξη, Έφις!

Ο μπάρμπ' Αναγνώστης της Περμάχως, έχων το αιώνιον παράπονον ότι δεν έβλεπε πατριώταιςτην Αθήνα, οπού ανεδείχθησαν τόσοι και τόσοι, άμε γύρευε, από όλα τα κουτσοχώρια, να βρίσκη και αυτός μια προστασίατην ξενητειά, όχι αυτός μόνος, όλοι οι πατριώταις, να έχη και αυτός ένα πατριώτητην ξενιτειά, να πάη μια καλή μέρα, κατάλαβες, 'ς το σπίτι του να τον χαιρετίση, ησθάνθη ανεκλάλητον χαράν, έλεγεν, όταν είδε τον Λαλεμήτρον, κοντόν, παχύν, ξουραφισμένον, με μαύρα τσόχινα ρούχα και με άσπρο πουκάμισο σιδερωμένο, να στέκητην πόρτα του ξενοδοχείου με υπερηφάνειαν.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν