United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δε ξένος έπεσεν επί της κλίνης, διαλογιζόμενος την προς αυτόν φιλοφροσύνην του πτωχού οικοδεσπότου, την προς τα τέκνα του τρυφερότητά του, την ανησυχίαν του διά την πάσχουσαν σύζυγόν του, την καθαριότητα και τάξιν της πτωχής καλύβης, και τον ήσυχον ύπνον των έξ πλησίον του αθώων παιδίων.

Αλλά, καθώς θα το δήτε πάρα κάτω, θα πάη με αισχρό θάνατο. Ο Βασιληάς διάταξε και του σέλλωσαν το άλογο, έζωσε το σπαθί του, και ολομόναχος, έφυγε από την πολιτεία. Καλπάζοντας, θυμήθηκε τη νύχτα όπου είχε πιάσει τον ανηψιό του: τι τρυφερότητα είχε δείξει τότε για τον Τριστάνο η Ιζόλδη η Ξανθή, με το φωτεινό πρόσωπο. Αν τους πιάση, ω! πώς θα τιμωρήση τα μεγάλα τους κρίματα!

Ποια η ανάγκη να φέρη βοήθεια; Κι' αν ήθελε πάλι να με πιάση ζωντανό γιατί, αφού με αφώπλισε, έπειτα μάφησε το ίδιο το σπαθί του; Α! σε κατάλαβα, Πατέρα! Όχι από φόβο, παρά από τρυφερότητα κι' από οίκτο, θέλησες να μας συγχωρήσης. Να μας συγχωρήση; Ποιος θα μπορούσε λοιπόν να δώση αθώωσι για ένα τέτοιο έγκλημα χωρίς να εξευτελισθή; Όχι, δεν εσυγχώρησε, παρά εκατάλαβε.

Ήθελε να τον μισή μολαταύτα: δεν την είχε περιφρονήσει κατά ένα χυδαίο τρόπο; Ήθελε να τον μισή. Και δεν μπορούσε. Και η καρδιά της ήτανε θυμωμένη για την τρυφερότητα αυτή, την πειο οδυνηρή από το μίσος. Με αγωνία τους παρατηρούσε η Βραγγίνα. Και πειο σκληρά ακόμη βασανιζότανε αυτή, που μόνη ήξερε τι κακό είχε κάμει.

Κυρά μου, εφώναξεν, εσύ μου εσήκωσες τον λογισμόν μου, εγώ δεν ημπορώ να υποφέρω τες σαϊτιές που μου δίνεις· δος μου άδειαν να ημπορέσω να σου φιλήσω το χέρι, και να βάλλω το κεφάλι μου υποκάτω εις τους πόδας σου. Έτσι λέγοντας ετούτος ο ταλαίπωρος αγαπητικός, έπεσε κατά γης, ωσάν ένας που είνε έξω του εαυτού του, και παίρνοντας το χέρι της κυράς το εφίλησε με πολλήν τρυφερότητα.

Ποιος άνθρωπος, ποιος βάρβαρος θα μπορούσε να μη συγκινηθή από τέτοια δάκρυα; Φροντίζει αμέσως να σφουγγίση τα δάκρυα αυτά που τάβρισκε τόσο ώμορφα, κι' η αξιολάτρευτη βοσκοπούλα φροντίζει κι' εκείνη συγχρόνως να τον ευχαριστήση για την αβρά εκδούλευσί του, αλλά μ' ένα τρόπο τόσο χαριτωμένο, με μια τόση τρυφερότητα, με μια τόση περιπάθεια, που ο βοσκός δεν μπορεί πλέον ν' αντισταθή.

Δεν ήτανε πεια δική του, ήτανε δική μου. Να τώρα που με τη σπλαχνική στοργή του ξύπνησε την τρυφερότητά μου κι' απόκτησε πάλι τη Βασίλισσα. Τη Βασίλισσα; Βασίλισσα ήτανε δίπλα του και τώρα εδώ στο δάσος ζη σαν σκλάβα. Τι έκαμα τα νειάτα της; Αντί των αιθουσών με τα πλούσια μεταξωτά, της δίνω αυτό το άγριο δάσος. Μια καλύβα. Και προς χάρι μου ακολουθεί αυτόν τον κακό δρόμο.