Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Αλλ' η γυνή είχε διασκελίσει ήδη τον φράκτην και έτρεχεν εις την οικίαν της. — Καλά έκαμεν, είπεν η γραία χαιρεκακούσα. Άλλη φορά να βάλη γνώσιν αυτή. Την τελευταίαν λέξιν επρόφερεν η Εφταλουτρού μετ' ανεκφράστου μίσους. Η δύστηνος Αϊμά είχε χάσει τοσούτον τας δυνάμεις της, ώστε τα πάντα τη εφαίνοντο όνειρον. Ούτε διά λόγου ούτε δι' έργου ηδύνατο να υπερασπισθή. Ησθάνετο πικρίαν, ησθάνετο πόνον.

Ήτο πολύ υψηλός, λιπόσαρκος γέρων, και εις την ζώνην του έφερε μάχαιραν εντός θήκης ορειχαλκίνης. Η κόμη του, ανορθουμένη από έν κτένιον, έκαμε το μέτωπόν του πολύ μακρόν. Οι οφθαλμοί του είχον χάσει το χρώμα των εκ του νυσταγμού.

Ο κλέπτης εις αυτήν την θλίψιν του δεν είχε χάσει ακόμη το διακριτικόν του, και με όλον που έβλεπε τα σημεία εναντία εις την Ρεσπίναν, εδίσταζεν ακόμη διά να πιστεύση πως αυτή θα το έκαμε και διά τούτο εμπόδιζε τον θάνατόν της, και ήθελε να ηξεύρη το τι αυτή έλεγεν εις διαφέντευσιν της· όθεν την ερώτησε διά ποίαν αιτίαν εφόνευσε το βρέφος.

Και τότε ο Ελεφήνορας τον έπιασε απ' τα πόδια, και τον τραβούσε — ο αρχηγός των άφοβων Αβάντων465 όξω απ' τους χτύπους, τι ήθελε, δίχως καιρό να χάσει, ναν τον γυμνώσει· μα πολύ δε βάσταξε ο σκοπός του . . . Τι το νεκρό ο Αντήνορας τον είδε που τραβούσε, και στα πλεβράπου φάνηκαν, σαν έσκυψε, από δίπλα απ' την ασπίδατον βαρεί με το μακρύ κοντάρι, και τόνε στρώνει κατά γης.

Τότε φοβήθηκε και σκέφτηκε να γυρίσει στο χωριό, αλλά για πολλή ώρα τη νύχτα δεν μπορούσε να κινηθεί, αδύναμος, σαν να είχε χάσει αίμα. Κρύος ιδρώτας του έλουζε όλο το κορμί. Την αυγή ξεκίνησε.

Ο Αγαθούλης τάχε χάσει και δεν καταλάβαινε καθόλου πως ήτανε ήρωας. Ένα ωραίο ανοιξιάτικο πρωί αποφάσισε να πάει να περπατήση, βαδίζοντας ολόισα μπροστά του, και πιστεύοντας πως ήτανε προνόμιο του ανθρωπίνου γένους, καθώς και του ζωικού, να μεταχειρίζονται τα πόδια τους, όπως τους αρέσει.

Είμουνα συνηθισμένος να μη μένω ποτέ μόνος ούτε στη χαρά ούτε στη θλίψη και γινόμουνα έξω φρενών όταν έβλεπα τώρα πως έμενα μόνος με τον πόθο μου. Ήθελα να πραγματοποιηθή τόνειρό μου κι αγωνιζόμουνα γι' αυτό με τον ίδιο ζήλο, όπως τότε που πίστευα πως είχα χάσει την αγάπη της γυναίκας μου κι αγωνιζόμουνα να την ξαναποχτήσω.

Καλά! είπε ο Μαρτίνος, να πώς οι άνθρωποι φέρνονται αναμεταξύ τους. — Είναι αλήθεια, είπε ο Αγαθούλης, πως υπάρχει κάτι διαβολικό σ' αυτή την υπόθεση. Ενώ μιλούσε, παρατήρησε κάτι λαμπερό κόκκινο, που κολυμπούσε κοντά στο καράβι τους. Κατεβάσανε τη βάρκα να ιδούνε τι ήτανε· ήταν ένα από τα πρόβατά του, που είχε χάσει άλλα εκατό τέτοια, φορτωμένα χοντρά διαμάντια του Ελδοράδο.

Όσο να ξεχιονίσουμε την πόρτα που παιδευόμαστε δύο ώραις με της τσάπες και με τα φτυάρια, η σκεπή που ήταν καταφορτωμένη απ' τα χιόνια έπεφτε κρακ, και μας πλάκωνε. Τα δύο παιδία τα οποία είχαν χάσει την ευθυμίαν των, και ήσαν έτοιμα να κλαύσωσιν, ύψωσαν ακουσίως τους οφθαλμούς προς την οροφήν, την οποίαν είχε δείξει διηγουμένη και άμα χειρονομούσα η γραία.

Επειδή αυτό το γεράκι την απερασμένην το είχε χάσει ο βασιλεύς εις το κυνήγι, διά το οποίον του εκακοφάνη τόσον που εκινδύνευε να χαθή από την θλίψιν του, τόσην αγάπην είχε δι' αυτό, διά το οποίον είχε τάξει, ότι όποιος ήθελε το εύρει και το φέρει να του δίδη τρεις χάρες που ήθελε ζητήση. Ο Καλάφ τέλος πάντων γνωρίζοντας ότι ήτον του Βασιλέως το επήρε και το έφερεν εις την τέντα του Βασιλέως.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν