United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μεγάλο ξαφνικό να σ' ευρή και κακό μαντάτο να σούρθη, να κρένεσαι και να καίεσαι και μερωμό να μην έχης, όσο σου έκλεψα εγώ ρούχα. Ναι. Η Αϊμά είχεν εγερθή και ο άνθρωπος εκείνος ηθέλησε να φέρη αυτός το κάνεον. Εν τούτοις η νέα δεν επείσθη και έλαβε το κάνεον υπό την μασχάλην της. Την αυτήν στιγμήν συνήντησε την γραίαν, ήτις έκρωζε τας ανωτέρω βλασφημίας. Ήτο δε αύτη η γνωστή Εφταλουτρού.

Ήθελε να εξιχνιάση, να φέρη εις φως το μυστήριον οπού την επίεζε και την καθίστα την δεστυχεστέραν των γυναικών. Και τον είδε, έξω της πόλεως και εντός μικρού δάσους, να εισέλθη εις ένα οικίσκον μεμονωμένον, εκ του οποίου είδεν εξελθούσαν γραίαν γυναίκα, ήτις εκάθησεν ατάραχος επί του κατωφλίου της θύρας.

Αυτό σοι το λέγω εγώ, όστις κατά το ταξείδιον εκείνο επέζησα ν' ακούσω μίαν διαβόητον επί φιλοζωία ογδοηκοντούτιδα γραίαν, ελέγχουσαν ένα θεοφοβούμενον αρχιεπίσκοπον, διότι δεν συγκατετίθετο να εκτελέση ό,τι του εζήτει ως ψ υ χ ι κ ό ν, δηλαδή ν α τ η ν ρ ί ψ η ε ι ς τ η ν θ ά λ α σ σ α ν!

Τα καταρριπτόμενα υπό του χρόνου, ξύλα, και πλίνθους και σανίδας, εσώρευεν επί της αυλής, να έλθη να τα εύρη ο υιός της, ίσως και όλον τον οίκον, σωρόν ερειπίων, και επ' αυτού την γραίαν μητέρα του, ως γλαύκα, θρηνούσαν επάνω εις τάφον. Ούτως εσκέπτετο.

Ο Κουλούφ δεν ετόλμησε να εναντιωθή του αυθεντός του, ο οποίος ενδυνόμενος με το φόρεμα του σκλάβου, προς το βράδυ επήγαν εις την πόρταν του μιτζιτιού. Δεν επέρασε πολύ, και είδαν την γραίαν που ήλθεν, η οποία είπεν· τον σκλάβον δεν κάνει χρεία να τον πάρης, απαραίτησέ τον και έλα μόνος σου.

Και σηκώσας το τσιμπούκι του μετά πόνου: — Παληομάγισσαις! εκραύγαζε· και προσεπάθει να κτυπήση την γραίαν, τραυλίζουσαν και απομακρυνομένην. — Ανόμαχτε! Ανόμαχτε! Ως και το παιδί σου εμάγεψες; — Τι είπες; Τι είπες;

Το έν μάλιστα θυγάτριον, μόλις επτά ετών, της γειτόνισσας της Προπαντίνας, η Ξενούλα, άρχισε να περιγελά την γραίαν με μιμικάς κινήσεις των χειρών και του στόματος. Στιγμήν τινα, τα δύο άλλα κοράσια έτρεξαν έξω της αυλής, η δε Ξενούλα, μείνασα, έκυπτεν εις το φρέαρ, κ' εζητούσε, με μίαν βέργαν, να φθάση και ταράξη το νερόν. Έκυπτεν επιμόνως αλλ' η βέργα ήτο πολύ κοντή και δεν έφθανε.

Προσέθηκεν ο ναύτης, και κατήλθε προς την αγοράν καταλιπών την γραίαν άναυδον, προσπαθούσαν να εμποδίση δύο μεγάλα δάκρυα ως αδάμαντας λάμψαντα εις τους οφθαλμούς της. Κάτι ήξευρεν η γραία, κάτι είχεν ακούσει περί του καπετάν Κωσταντή, και ήρχισαν εις την μητρικήν καρδίαν της, μέσα βαθειά, ν' αναπηδώσι φόβοι τινές αόριστοι, αλλά πάντοτε ύποπτοι και πιθανοί.

Με τούτον τον τρόπον λοιπόν εσυμφωνήθη το συνοικέσιον του γάμου· ώστε εγώ έγεινα η νύμφη εις τους γάμους, εκεί που ήμουν μία από τες καλεσμένες. Ένα μήνα ύστερα από τους γάμους έλαβα την άδειαν από τον άνδρα μου να υπάγω μόνη μου εις το Μπεζεστένι να αγοράσω ένα μεταξωτόν της ορέξεώς μου· όθεν πήρα σκλάβες και την άνωθεν γραίαν διά συντροφιάν μου.

Ο Αγάλλος δεν άφησε τον ελαφρόν ίσκιον να ενεργήση διά την γραίαν Συνοδιάν. Την εκάλεσεν έξω του ναού και της είπε ποίοι τινες ήσαν οι μοναχοί εκείνοι.