United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στα χείλη μου ήρθε μια αυθάδεια. «Όπου θέλω θα πάωαλλά δεν τη ξεστόμισα. — Δεν ντρέπεσαι, μωρέ, μια ολιά; είπε η μητέρα μου. Μος έφταξες και δίχως καλά καλά να δης και να χαιρετήξης τη μάνα σου και την αδερφή σου, θες να σφίξης στη γειτονιά. Είντα θα πουν οι γιαθρώποι; Κοντζά μου άντρας εγίνηκες μωρέ, και δε μπορείς να ξεχάσης τα παιδίστικα.

Τον αγαπούσε, και μάλιστα, καθώς είδαμε, σαν είδος αδερφή του. Έτσι τον είχε και στο νου του και στην καρδιά του, σα γυναίκα. Για δαύτο δα το θάρρειε και χρέος του να τονε νοιάζεται και να τον αρμηνεύη. — Έχω να σου πω και να σου πω, Δημητράκη μου, κάνει ο Μιχάλης, που θα γενή περιβόλι η καρδιά σου.

Και στα ξεφωνητά μέσα ακούονταν και μερικές κατάρες για τη νύφη της, που εστάθη αιτία του σκοτωμού του, γιατί ο ναύτης είχε γυναίκα και παιδί, αγόρι οχτώ εννιά χρονών. Και, πράμμα παράξενο, δεν ήταν εκεί, την ώρα που έγεινε το κακό, ούτε η γυναίκα του, ούτε το παιδί του· ξένες γυναίκες εθρηνούσαν και από τους δικούς του η αδερφή του μονάχη.

Θα ξαναδήτε τη Βασίλισσα και θα δοκιμάστε αν σας πεθυμάη πάντοτε ακόμη κι' αν σας μένη πιστή. Αν σας λησμόνησε, ίσως τότε θα συμπαθήστε περισσότερο την Ιζόλδη την αδερφή μου, την απλή, την ωραία. Θα σας ακολουθήσω. Δεν είμαι ισάδελφος και σύντροφός σας; — Αδερφέ, είπεν ο Τριστάνος, καλά έχει ειπωθή ότι η καρδιά ενός άνθρωπου αξίζει όλο το χρυσάφι του κόσμου».

Αν πέταξε η ψυχή σου εκεί που ζωντανού δε φτάνει φωνή, ο πόνος αυτός που με δέρνει ας γίνη ψυχή σου, να ζωντανέψης και νακούσης το παρακάλιο της μάννας σου. Έβγα να σου φυσήξω ζωή με τους στεναγμούς μου, να σπαρταρήξ' η νεκρωμένη καρδιά σου, να φρίξη ο νους σου, πουλί να γίνης πετάμενο και να φέρης από τα ξένα την αδερφή σου. Συνέσ.

Απάνω στο δεύτερο χρόνο της παντρειάς του, εκεί που δούλευε στην Ανατολή, έρχουνται τα μαύρα τα μαντάτα πως την κόρη που του γεννήθηκε την πλέρωσε με το ταίρι του. Σα χήρεψε, πήρε τη μικρή η αδερφή του και την ανάθρεφε.

Γιατί, αλήθεια, πολύ πικρά λόγια είχεν ακούση ο κακόμοιρος ο ναύτης απ' όλους· δεξιά και αριστερά τον κακολογούσαν. Το μεγάλο όμως χτύπημα, το αποφασιστικό, του το έδωκαν η γυναίκα του και το παιδί του το ίδιο. Διωγμένος απ' αυτήν, θα έμενε στο δρόμο μέσα, αν δεν ήταν η αδερφή του να τονε δεχτή στο φτωχικό της.

Παραμύθια! παραμύθια! Μου αράδιαζε παραμύθια. Αφού αγαπούσε την αδερφή μου εκείνος ο καταραμένος, πως δε μου έγραφε εμένα; Η Λέλα είναι δική μου. Μην την αγγίξης.

Κι' απ' όλα ταστέρια καμάρωνε του Αυγερινού τη μοναξιά και αγαπούσε τα Μαλλιά της Βερενίκης. Και με τα βασιλεμένα του μάτια γυρισμένα προς το ουράνιο όνειρο, ρωτούσε την αδερφή του: — Πού πάει μονάχος και περήφανος ο Αυγερινός; Κ' η Μαρία του αποκρινότανε: — Αλλοίμονο! Τα μάτια μας δεν ξέρουνε να μας το πούνε.

Κόσμος πολύς, όξω και μέσα και κλάμματα και άγρια ξεφωνητά γυναικών πότε πότε, έκαναν πιο φριχτή την απαίσια εικόνα. Περισσότερο απ' όλες εφώναζε κ' εθρηνούσε η αδερφή του σκοτωμένου για το κίνημα το ανόσιο, για το άδικο που της έκαμε.