Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Να σου ειπώ, αδερφή, της λέγει· Μια φορά πασάνας φταίγει, Μόν ο φρόνιμος σαν πάθη, Υστερώτερα θα μάθη Να νογάη, και να προβλέπη Να φυλάγεται όπως πρέπει· Έτζι εγώ μες το τριφύλλι Δε μ' απόσταινε τ' αχείλι, Άνοιξι και καλοκαίρι, Να λαλώ το μεσημέρι· Μόν αφόντης μ' έχουν πιάση, Η ανάγκη μ' έχει βιάση Το συνήθιο μου ν' αφήσω, Κι' άλλα μέτρα ν' αποχτήσω.
Ο Σταύρος είν' έτοιμος να φύγη• νικά κάθε αδυναμία στοργής για την αδερφή και τη γιαγιά του και πάει στο μεγάλο δρόμο της εργασίας και της επανάστασης. Αιστάνεται κανείς πώς κάτω στο δρόμο του θα τον ακολουθήσουν μυριάδες ανθρώπων. Ο συγγραφέας δε μας αφίνει τίποτα να εννοηθή για το μέλλον. Χύνει το φως του στο παρόν• ξεσκεπάζει την αλήθεια. Κατεδαφίζουμε. Αυτό είναι ακόμα το έργο μας.
Νύχτα σελλώνουν τάλογα, νύχτα τα καλλιγώνουν, Και αυτή του Θύμιου η αδερφή λύχνον κρατάει και φέγγει, Τον λύχνο 'ς τόνα χέρι της και 'ς άλλο το ποτήρι, Ποτήρι και καυκόπουλο που τους κερνάει και πίνουν, Όσα ποτήρια τους κερνάει τους λέγει και τέτοια λόγια: —Αυτού που πάτε, μπράτιμοι, αυτού που πάτε, αητοί μου, Την κόρη που θ' αρπάξητε την ώρηα περδικούλα, Μη μου την βαλτώσετε, φτερό να μην της πέση, Σαν νύφη να την φέρετε και σαν μεγάλη αφέντρα.
Ο λοστρόμος με τους άλλους ναύτες σήκωσαν σιγά-σιγά τον καπετάνιο και τον φόρτωσαν στον ώμο του Γερο-Φλώκου, ρίχνοντας του απάνω την κόκκινη τσέργα. Ο Μοναχάκης βογγούσε: «Αγάλια! αγάλια παιδιά! αγάλια και πονώ». Και πιάστηκε από το λαιμό του ναύτη. — Στο Κυρατσώ, καπετάνιο, να σε πάω στο Κυρατσώ την αδερφή σου, πούνε σιμά το σπίτι. — Κουράγιο, Μοναχάκη. Δεν έχεις τίποτε.
Η παιδίσκη έσειε τους ώμους. Δεν ήξευρε τι να ειπή. — Πώς σε λένε, κορίτσι μου; — Και την αδερφή σου; Η Φραγκογιαννού εσκέφθη· «Θα φωνάξουν τάχα; . . . Θ' ακουστή; Πού ν' ακουστή! . . . Πρέπει να κάμω γρήγορα, προσέθηκε μέσα της.
Το πρώτο, που έκαμε, ήτανε να ρωτήση, αν ήτανε γυναίκα του λοχαγού. Το ύφος με το οποίον έκαμε την ερώτηση αυτή, ανησύχησε τον Αγαθούλη. Δεν τόλμησε να πη, πως ήτανε γυναίκα του, γιατί πραγματικά δεν ήτανε· δεν τόλμησε να πη, πως ήταν αδερφή του, γιατί επίσης δεν ήτανε.
Έβλεπα ν' αναιβοκαταιβαίνω το δρόμο του ποταμού χιλιάδες φορές, πότε γκότσι στες πλάτες της μάννας μου, ή της αδερφής μου, πότε περβατώντας, και πότε καβάλλα. Έβλεπα σε μια πλαγιά, εκεί πέρα, την αδερφή μου να βόσκη ζυγούρια και κατσίκια, και να μου λέγη τραγούδια. Μου φαίνονταν πως ήκουα ακόμα την αγγελική της τη φωνή.
Εκείνες οι φωνές και τα τρεχάματα στο Γεφύρι, σαν το πρωτοπάτησα και ξεκινούσα με το Σιορ Φωτάκη κατά το Φανάρι.! Πού είνε η μάννα μου να τα δη όλ' αυτά, πού η αδερφή μου, οι αξαδέρφες, να τα δουν, και να λένε κατόπι και τελειωμό να μην έχ' η γλώσσα τους! Ως και τα δάκρια μου ήρθαν ανιστορώντας, το τι θα λέγανε να τάβλεπαν οι δικοί μου! Του Σιορ Φωτάκη όμως τίποτις δεν του ξεμυστηρεύουμουν.
Αυτός εσερβίριζε τους μουστερίδες, κ' η αδερφή του έβραζε τους καφέδες μέσα, 'ς το ίδιο τζάκι, 'ς την ίδια γωνίστρα του σπιτιού, οπώβραζαν και το φαγί τους.
Τι παράξενο λοιπόν αν πήρε η Πουλχερία την καθαυτό, εξουσία; Αν είχε από φυσικό του μεγάλη αξιωσύνη ο Θεοδόσιος, και να τόθελε η αδερφή του πάλε δε θα μπορούσε να πνίξη το χαρακτήρα του. Μα κι όση διδασκαλία τούδωσε πρέπει να τον ξύπνησε κάπως, κι όχι τον αποκοίμισε ολότελα, καθώς κρίνουνε μερικοί.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν