United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μεγαλήτερος ελέγονταν Φίλιππος και καλογερεύοντας επήρε όνομα Φιλόθεος και είναι, ο Δεσπότης, ο δούλος του Θεού, που να έχω την αγίαν του ευχή εγώ και πας άλλος χριστιανός, αγκαλά και απεθαμένος. Ύστερα έρχομαι στην αράδα εγώ, και η αδερφή μου η Μάρω και το αδέρφι μου ο Γηώργης.

Ο Παγγλώσσης εσύνταξε ένα ωραίο υπόμνημα, με το οποίο απόδειχνε, πως ο βαρώνος δεν είχε κανένα δικαίωμα πάνω στην αδερφή του και πως εκείνη μπορούσε, σύμφωνα με τους νόμους της αυτοκρατορίας, να παντρευτή τον Αγαθούλη εξ αριστεράς χειρός. Ο Μαρτίνος γνωμοδότησε να ρίξουνε το βαρώνο στη θάλασσα.

Αλλοίμονό του δε αν ήθελε καμμιά φορά βοηθήση την φτωχή αδερφή του· ευθύς που το μάθενε, του έψελνε, όσα σέρν' η σκούπα κ' εκείνος έφευγε να μην ακούη· τα έπαιρνε όμως όλα μέσα του και ήταν δυστυχής. Η αδερφή τούλεγε ν' αφήκη μια τέτοια στρίγγλα, εκείνος όμως επροτιμούσε να υποφέρη.

Θα σ' έχω ίδιαν αδελφήν αγαπητήν στης Αιωνίας ζωής τον κήπο, χέρι με χέρι θα περπατάμε, κάτασπρο περιστεριώνε ταίρι. Ανάβω. . . Άφησέ με!. . . από το κορμί μου φλόγες βγάνω. . . κάτω τα χέρια. . . παράτησέ με. . . σφάξε με, ν' αποθάνω θέλω. Σαν αδερφή σου δεν μπορώ να ζήσω. Γυμνό θέλω να σε χαρώ, νυχτιές ερωτικές μαζύ σου ν' αγρυπνήσω!

Τότε ο Τριστάνος τους έφτασε, κ' εκάλπασαν μαζύ κι' οι τρεις, αμίλητοι, μέχρι το σπήτι του κυνηγιού. Κει κάλεσε ο Καερδέν τον Τριστάνο να κουβεντιάσουν, και του είπε: «Άρχοντα Τριστάνε, η αδερφή μου μού ωμολόγησε την αλήθεια για τους γάμους σας. Σε είχα αδερφό και σύντροφο. Αλλά δεν κράτησες πίστι, και ντρόπιασες το σύνδεσμό μας.

Τόσο που πολλές φορές, σκυμμένος απάνω στασάλευτα νερά της, νόμισε πως είδε με τα βασιλεμένα μάτια του καθρεφτισμένο το πρόσωπό του. Και δεν ήξερε αν ήτανε το δικό του πρόσωπο κι' αν ήτανε της αδερφούλας του. Και τότε την αγκάλιαζε γλυκά και της έλεγε: — Στάσου ακόμα, γλυκειά μου αδερφή. Γιατί μ' αρέσει να βλέπω μέσα στα νερά της λίμνης καθρεφτισμένο το πρόσωπό σου.

Θέλω να πω, Αντωνέλλο, πως για την αδερφή σου είνε γαμπρός και . . . καλός, μου φαίνετ' εμένα, είπεν ο καπετάν Γιάννης τονίζων μίαν μίαν τας λέξεις. Να καλοϋπανδρεύση την αδελφήν του ο Αντωνέλλος δεν ήθελ' ευτυχίαν μεγαλειτέραν ήτο το προσφιλέστερόν του όνειρον τούτο δε επί πλέον, θα έλυε και τα ιδικά του δεσμά . . .

Αυτό εύχομαι κ' εγώ, είπεν ο Αγαθούλης· γιατί λογάριαζα να την παντρευτώ και το ελπίζω ακόμα. — Σεις, αυθάδη! του απάντησε ο βαρώνος, θάχετε την αναίδεια να παντρευθήτε την αδερφή μου, πόχει εβδομήντα-δυο γενιές! Σας βρίσκω πολύ ξετσίπωτο να τολμάτε να μιλάτε για ένα σχέδιο τόσο θρασύ!

Να σου ειπώ, αδερφή, της λέγει· Μια φορά πασάνας φταίγη, Μον ο φρόνιμος σαν πάθη, Υστερώτερα θα μάθη 1200 Να νογάη, και να προβλέπη Να φυλάγεται όπως πρέπει· Έτζι εγώ μες το τριφύλλι Δε μ' απόσταινε τ' αχείλι, Άνοιξε και καλοκαίρι, 1205 Να λαλώ το μεσημέρι· Μον αφόντης μ' έχουν πιάση, Η ανάγκη μ' έχει βιάση Το συνήθιο μου ν' αφήσω, Κι' άλλα μέτρα ν' αποχτήσω. 1210

Και πώς τα χέρια της αδερφής μου κεντούν της χρυσές κλωστές στο άσπρο μεταξωτό. Μα την πίστι, ωραία αδερφή, με το δίκηο σου να σε λένε Ιζόλδη με τ' άσπρα χέρια!». Τότε ο Τριστάνος, ακούγοντας πώς τη λέγανε Ιζόλδη, την εκύτταξε πειο γλυκά, και χαμογελώντας.