Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Δε μπορούσε να βρεθή καλύτερη θέση γι' αυτόν. Τεμπελιά και κουβέντα. Ένα πρωί πάλι τον βλέπω άξαφνα. — Αι, πώς τα πάμε; — Έφυγα. «Ου δύνασαι δυσί κυρίοις δουλεύειν». Με δυο καιρούς δεν μπορείς ν' αρμενίσης! Το περίμενα. Δεν μπορούσα όμως ούτε να θυμώσω μαζί του.

Ίσως γι’ αυτό έφυγα, περισσότερο γι’ αυτό παρά για το κακό που έκανα.» «Να σε ρωτήσω κάτι άλλο. Όταν ήρθες στο κτηματάκι, την τελευταία φορά, το ήξερες κιόλας;» «Το ήξερα.» «Λοιπόν», είπε ο Έφις ενώ σηκωνόταν, «είσαι ένας πραγματικός άντρας!» «Τι τα θέλειςαπάντησε αμέσως ο Τζατσίντο κολακευμένος. «Γνωρίζω λίγο τη ζωή, τίποτε άλλο.

Άρχισα με το πρώτο πούχα γράψει: «Αγαπημένο μου Βαγγελιό, «Πρώτον έρχομαι, να ερωτήσω δια το αίσιον της υγείας σου. Αν ερωτάς και δι' εμέ, κλαίω, κλαίω, αφ' ότου έφυγα από το χωριό. Και ποιος να με παρηγορήση εδώ που είμαι ξένος στα ξένα; Κλαίω κιόλο τόνομά σου έχω στο νου μου και στο στόμα μου. Κοιμούμαι και θυμούμαι σου, ξυπνώ στο νου μου σέχω και στόνειρό μου σε θωρώ κιαγκαλιασμένη σέχω.

Έφυγα μυστικά από το σπήτι μ' ένα καράβι που έφευγε για εμπόριο μακρυά, γιατί ήθελα να μάθω πώς είναι και τι κάνουν οι άνθρωποι των γειτονικών τόπων. Αν με θέλετε να με πάρετε μαζύ με τους κυνηγούς σας, θα σας ακολουθήσω ευχαρίστως, και θα σας μάθω, ωραίε Άρχοντα, κι' άλλα ευχάριστα συστήματα του κυνηγιού

Το Τελώνιον με θυμόν της λέγει· ψεύδεσαι, τίνος είνε το τσεκούρι και τα παπούτσια εκείνα; Λέγει η βασιλοπούλα· εγώ ούτε τα είδα, ούτε ηξεύρω τίνος είνε· ίσως με την ορμήν που ήλθες τα έφερες μαζί σου, χωρίς να καταλάβης. Μετά ταύτα δεν ήκουσα άλλο, παρά κλαυθμούς και οδυρμούς της βασιλοπούλας που αλύπητα την έδερνε, και ευθύς έφυγα μακράν απ' εκεί.

Το τέταρτον εστολίζετο με μίαν χρυσήν ζώνην, το δε τελευταίον ήτο μικρότερον από τα άλλα και δεν ήξευρε να κάμη τίποτε. Και τα πέντε δε άλλο δεν έκαμναν παρά να καυχώνται διά τα προτερήματά των τόσον, ώστε τα εσιχάθηκα και τα πέντε, και έφυγα, και ευρίσκομαι εδώ όπου με βλέπεις. Εκεί ήλθεν έξαφνα πολύ νερόν εις το αυλάκι και επλημμύρισε, και το ρεύμα επήρε το υαλί.

Έφυγα αγάλια αγάλια από την ευγενή συναναστροφήν, επήγα, ανέβηκα εις μίαν άμαξαν, και εκίνησα εις Μ . . ., για να ιδώ εκεί από τον λόφον την δύσιν του ηλίου, και αναγνώσω εκεί εις τον Όμηρόν μου το λαμπρόν άσμα, πώς ο Οδυσσεύς ξενίζεται από τον καλόν συβώτην. Όλα αυτά ήσαν καλά.

Είναι ένας χρόνος που αυτός εδάνεισε χίλια φλωριά του Χόντζα Ισμαήλ· εις τον οποίον πηγαινάμενη διά να του τα γυρέψω, μου απεκρίθη πως δεν του χρεωστεί τίποτε, μα πως ήθελε να μου χαρίση δύο χιλιάδες φλωρία, αν ήθελα να του ευχαριστήσω την επιθυμίαν· έτρεξα να κλαυθώ εις τον Κατή διά την κακήν εμπιστοσύνην του Χόντζα· ο κριτής μου εφανέρωσε, πως δεν ήθελε μου κάμει δικαιοσύνην, ανίσως, και δεν ήθελα τον υπακούση εις εκείνο που αρνήθηκα του Χόντζα· αντραλωμένη και θυμωμένη διά τον κακόν χαρακτήρα του Κατή, έφυγα από εκεί καταφρονώντας τον, και ήλθα εις τον Βεζύρη σου, ελπίζοντας ότι από αυτόν θα εύρω δικαιοσύνην μα δεν τον ηύρα και αυτόν πλέον διακριτικόν από τον Κατή, επειδή και δεν άφηκε κανένα τρόπον, που να επιχειρισθή, διά να κλίνω εις την επιθυμίαν του, αν ήθελα να κάμη δικαιοσύνην.

Και έχεις δίκηο! Αλλ' άκουσε. Απουσίαζα εις το εσωτερικόν της Ανατολής, μέσα εις ένα κάλλος φύσεως αφάνταστον. Έμεινα εκεί τόσον καιρό! Εκεί συνήντησα, χωρίς διόλου να το περιμένω, και την ευτυχίαν, το δυσεύρετον αυτό πουλί, ενσαρκωμένην εις ένα νέον και ωραίον άνδρα, ο οποίος έγεινε σύζυγός μου. Και επειδή είχεν αρχίσει να με φοβίζη, έφυγα από την Πόλη. Αυτή η φυγή τάφερεν όλα.

Ως τότε το παιδί μου ήξερε πώς είχε ένα πατέρα δυστυχή. Μα από τότε που το φρικτό το σκάνδαλο έσβυσε και το δικό μου τ' όνειρο εκείνο μιας νέας και ευτυχισμένης χαραυγής, από τότε που κι' δικές μου η ελπίδες χάθηκαν, το παιδί μου έμαθε πως δεν είχε πειά πατέρα. Ναι! ήταν φρικτό! Μαρία, γιατί να φύγης και να μ' αφήσης μόνο; Εσύ θα μ' έσωζες, αν έμενες; Μ α ρ ί α. Έφυγα για να σώσω το παιδί μου.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν