United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκαμα τριάντα πέντε χρόνια ακέραια σκλάβος και μέρα νύχτα έκανα το σταυρό μου και παρακαλούσα την Παναγιά να με γλυτώση από τα κακά χέρια και να γυρίσω στην Πατρίδα μου. Τέλος ο Θεός με λυπήθηκε κι' έστειλε ένα κακό θανατικό, που θέρισε όλους εκείνους τους κακούς ανθρώπους, που μ' είχαν σκλάβον αλευτέρωτο. Σ' αυτό απάνω ηύρα τον καιρό κι' έφυγα.

Σκεφτόμουν ότι ο Κύριος ήταν εκείνος που μ’ έκανε να φύγω. Φοβόμουν και ντρεπόμουν να παρουσιαστώ στον ντον Πρέντου μ’ εκείνη την απάντηση. Ναι, ντόνα Νοέμι, επειδή ο ντον Πρέντου με είχε πάρει στην υπηρεσία του μόνο και μόνο γι’ αυτό το σκοπό, το ξέρω. Σας αγαπούσε και ήθελε να είμαι εγώ ο ενδιάμεσος. Όταν, λοιπόν, εσείς είπατε όχι, όχι, εγώ έφυγα…»

Την κοίταξα καλά μέσα στα μάτια και της είπα: «Θεία Νοέμι, εγώ θα παντρευτώ την Γκριζέντα, επειδή μόνο η Γκριζέντα, φτωχή σαν κι εμένα, νέα και μόνη σαν κι εμένα, μπορεί να είναι η σύντροφός μου». Τότε η Νοέμι χλόμιασε σαν να ήταν νεκρή∙ φοβήθηκα και έφυγα. Έκλαιγα∙ σου το είπε; Έλα, Έφις, δεν με ακούς. Έλα! Να η θεία Έστερ.

Εγώ μετά τούτο έφυγα• αφού έγεινα ποιητής της όλης τραγωδίας, αφήκα εις τον τραγωδόν τον νεκρόν και την σκηνήν και το ξίφος και τα λοιπά του δράματος• φθάσας δ' εκείνος και ιδών τον μονογενή υιόν του μόλις αναπνέοντα ακόμη, καταιματωμένον και κατασφαγμένον και φέροντα τραύματα πολλά και συνεχή, ανεφώνησε• τέκνον μου εχαθήκαμεν, εφονεύθημεν, ετυραννοκτονήθημεν, Πού είνε ο φονεύς σου; διατί δεν φονεύει και εμέ; τι με αφίνει αφ' ου ήδη ο θάνατός σου, τέκνον μου, με φονεύει; ή με περιφρονεί ως γέροντα και με την βραδύτητα θέλει να με τιμωρήση περισσότερον και παρατείνει τον θάνατόν μου και κάμνει μακρότερον το μαρτύριόν μου;

Πολλάκις δε συνέβη να φανούν δήθεν ακουσίως τα γυμνά μέλη της και τότε έβλεπα ότι εφόρει περιδέραια χρυσά παχύτερα από τους κλοιούς των φυλακισμένων. Έφυγα λοιπόν αμέσως, οικτείρων τους δυστυχείς εκείνους, οίτινες εσύροντο παρ' αυτής ουχί από την μύτην, αλλ' από τα γένεια, και όπως ο Ιξίων, συνευρίσκοντο με σκιάν νομίζοντες ότι ήτο η Ήρα.

Μια φορά που ήρθα στον Πειραιά με την εγγλέζικη φρεγάδα είπα να πάω στην πατρίδα. Από τότε που έφυγα με τον καπετάν Καλιγέρη δεν εγύρισα ποτέ. Η τύχη με άρπαξε στα φτερά της και μ' εγύρισε σβούρα στη γη. Επήγα, ηύρα το σπίτι μας χάρβαλο, τον τάφο της μάνας μου χορταριασμένον και μια μικρούλα μου αγαπητηκή σωστή αντρογυναίκα.