Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


ΜΑΚΒΕΘ Ω! Είσαι απαράλλακτον το φάντασμα του Βάγκου! Φύγ' απ' εδώ! Το στέμμα σου τα 'μάτια μου τα καίει! — Εσύ δευτέρα κεφαλή χρυσοστεφανωμένη, έχεις τα ίδια τα μαλλιά ωσάν την πρώτην... Κι' άλλη, ίδια κι αυτή! — Βρωμόστριγλαις, τι φέρνετε εμπρός μου. Και τέταρτος! ...Ω 'μάτια μου, χυθήτε! ...Η σειρά με μόνην την συντέλειαν του κόσμου θα τελειώση;... Κι' άλλος! ακόμη!

Παρά να δύνασαι να πράξης το καλόν και να μη θέλης, είνε προτιμώτερον να θέλης και να μη δύνασαι. Ασφαλεστέραν θεώρει την στέγην της καλύβης σου, επί θεμελίου ιδικού σου, παρά την στέγην του μεγάρου σου, επί θεμελίου δανεικού. Κεφαλή γυμνή έξωθεν, ημπορεί και να μη προδοθή· αλλά κεφαλή γυμνή έσωθεν, όσον και αν κρυφθή, θα προδοθή.

Ήμην πλέον εντός της αυλής μας, ότε έστρεψα να ίδω το βωδάκι, το άγριον, και βλέπω, αντ' αυτού, ίππον αφηνιασμένον, και έως ου, έντρομος ακόμη, κλείσω την θύραν, βλέπω και ο ίππος μετεμορφώθη εις μίαν υψηλήν και ξηραγκιανήν αραπίναν, ης η κεφαλή έφθανε την κορυφήν του γειτονικού κωδωνοστασίου του ναού, μέχρι του στήθους γυνή και το λοιπόν ξηρά λεύκη. Τα είδον όλα αυτά; Ουδέποτε.

Μόνο να πας να το πης του Θωμά, να μη πάω 'γώ και του σπάσω όλα του τα κοφινοκάλαθα στη φεσάρα 'πάνω. — Μα δεν μπορεί ετσά στα καλά καθούμενα να γύρισε η κεφαλή σου. Θάχης μια αφορμή. Πόσες μέρες είνε απού μας έτρωες ταυτιά μας να σε παντρέψωμε, γιατί θα κουζουλαθής, γιατί θα πάρης τα βουνά;... — Αι, μα εδά δε θέλω. — Μα γιάειντα δε θες;

Αλλ’ αμφότερα τα σχέδια ταύτα πολλάς παρίστων δυσχερείας και ακάνθας· καθότι ούτε την αποστολικήν έδραν ήθελε να χάση ούτε την ζωήν αυτής ωρέγετο να κινδυνεύση άλλην δε λύσιν του κόμβου εκείνου ματαίως εζήτει ν' ανεύρη, η κεφαλή αυτής ήτο βαρεία, τα ώτα της εβόμβουν και προ των οφθαλμών επλανώντο οι σπινθήρες και τα σκότη εκείνα, άτινα ως βέβαια σημεία εγκυμοσύνης εθεώρει ο Σταγειρίτης, ότε αίφνης πολύς κρότος πτερύγων αντήχησεν εις τας ακοάς της.

Πράγματι, ήτο φανερόν ότι η Λίγεια τον ανέμενε, διότι, αντί φαιού ενδύματος, το οποίον έφερε συνήθως, είχε φορέσει λευκήν εσθήτα εκ λεπτού υφάσματος, εκ του οποίου οι ωμοί της και η κεφαλή της ανεδύοντο ως ηράνθεμα εκ της χιόνος. Ολίγαι ροδόχροες ανεμώναι εστόλιζον την κόμην της. Ο Βινίκιος έθλιψεν εις τα χείλη του την χείρα της λατρευτής του.

Και ένα θεοκάραβο αγκυροβολημένον κάτω εκεί, μου φαίνεται ωσάν να είναι βάρκα, και 'σάν φελλόν την βάρκα του την διακρίνω μόλις. Εδώ επάνω η βοή δεν φθάνει των κυμάτων, που σπάνουντην ακρογιαλιά και βράζουντα χαλίκια τ' αμέτρητα κι' αναίσθητα. — Δεν ξαναβλέπω κάτω, μη μου γυρίση η κεφαλή και ζαλισθή το φως μου και πέσω κατακέφαλα! ΓΛΟΣΤ. Βάλε μ' εκεί 'πού στέκεις.

Ω έλα να σε πιάσω!... Δεν σ' έπιασα, αλλά εκείνα τα 'μάτια μου σε βλέπουν!... Ω φάντασμα απαίσιον, δεν είσαι κ' εις το χέρι καθώς ς' τα μάτια αισθητόν; ή μη δεν είσαι άλλο παρά μαχαίρι φανταστόν, απάτης μόνον πλάσμα που το γεννά η κεφαλήτην έξαψιν της θέρμης; Όμως σε βλέπω πάντοτε, ψηλαφητόν σε βλέπω καθώς αυτό, που το τραβώ από την θήκην τώρα!

Τότε όρμησε ο Αντίλοχος και μια στην κεφαλή του σπαθιά του σέρνει, πούπεσε οχ τ' όμορφό του αμάξι 585 με το κεφάλι, στ' απαλό απάνου και στους ώμους, φυσώντας, μες στα χώματα.

Επί μάλλον και μάλλον πνιγμένος, επί μάλλον και μάλλον βραχνός και αλγεινότερος ο μυκηθμός του ταύρου ανεμιγνύετο με το οξύ φύσημα του βαρβάρου. Η κεφαλή του ζώου συνεστρέφετο πάντοτε περισσότερον και αίφνης, εκ του ρύγχους του, εκρεμάσθη μία υπερμεγέθης σιελώδης γλώσσα.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν