Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Κόρη, και μέσ' 'ςτόν ύπνο σας, μέσ' 'ς ταγκαλιάσματά σας Και μέσ' 'ς τα χάιδια 'ς τα φιλιά, θαρθώ να τον παλέψω, Κι' αν τον νικήσω, ξέρε το, δική μου θα να γένης. Τ' έεις, ωρέ Νίκα, και βογγάς; Δώδεκα νύχτες τώρα Ουδ' έχεις εύρει λαρωμό, ουδ' έχεις κλείσει μάτι. Μη σου βαρούν τα βότανα; Μη σ' άναψεν η θέρμη; Ο Νίκας ήταν άρρωστος. Αμίλητος, χαμένος, Βόγγαε σαν αγριοδάμαλο του λόγγου λαβωμένο.
Για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω, Τ' έχω δυο λόγια να σας πω, να σας αφήκω διάτα. Χαμός η αρρώστεια, ωρέ παιδιά, και χαλασμός ο Χάρος.
— Ρε, τον καϋμένον Κόγια! — Όξω βαβύζει ένα σκυλί — Ο Καραγκούνης είνε, Τον ξεχωρίζω απ' τη φωνή, σε γνώριμον βαβύζει. — Αλείψαταν με χαμαιλειό τον τσάρκο; — Και τα γρέκια. — Μην είνε ο Λούκας; — Δε μπορεί. — Θα νάναι ο Μπαρμπατόλιος. — Αλήθεια, πούνε ο γέροντας; Κ' έλεγα, ωρέ τι λείπει 'Σ όλην αυτή τη συντροφιά κ' είν' έρμο το καλύβι· Για σήκου, Νάση, κύταξε.
Του παίρνω τότες και τα φουσεκλίκια κ' εκεί που ξεψύχαε γυρίζω και του λέω: «Ε, ωρέ αγά, πάρτα τώρα εσύ και τα ρύζια και τ' άλογα κι άει κατά διαόλου». Και τ' απαριάζω όλα ουδ' εκεί στην ερημιά και κάνω μοναχός μου έτσι για τον κατήφορο γλήγορος. — Και τώρα; — Τώρα να σκωθούμε και να φύγουμε, θα μας γνωρίσουν τ' άλογα και θα λα μας πιάκουν. — Να φύγουμε!
Κ' οι γιοι του αράδα τα μαντριά συχνογυρνούν και κρένουν. — Για γληγοράτε, ωρέ παιδιά, για στρώστε τα ψαλίδια, Τι πήγε ο ήλιος πέντε οργιές, θα να μας πάρη η νύχτα, Κ' είνε γιορτάσι η αυριανή, να μη μας βρη 'ς τον κούρο.
— Μ' τι να ειπώ ντε; Είπε ο γιδάρης, κυτάζοντας τον Αρβανίτη με βλακίστικο γέλοιο. — Για σας, ώρα καλή, μ' τι, καλμέρα αδά; — Άσ' τον άνθρωπο να καλημερνάει γι' αύριο, λέει ο Πολιάνος. — Ε, για σας δα, ώρα καλή, ξαναγελάει βλακίστικα ο πιστικός. — Πούθ΄ είσαι ωρέ; τον ρωτάει ο Αρβανίτης. — Απ' το Παλιοχώρι. — Πώς σε λεν; — Μπάρτζο. Μπάρτζους λεν τους τράγους πώχουν τα μούτρα παρδαλά, ασπρόμαυρα.
Εξάνοιξε τις ομορφοστολισμένες Σουλημοχωρίτισες, όλες αφράτες, κι όλες μια κοψιά, όπου εκαθόνταν αραδαριά νάβρουν αράδα. Εκούνησε ταχτένιστο κεφάλι του, χαμογελώντας πάντα πονηρά, κ' εστήλωσε τα μάτια του ψηλά στα παραθύρια· — Φάτε μάτια ψάρια, ωρέ ταδέρφι! έσκουξε μια κ' εχώθηκε πάλι, γελώντας, μες την Επιστασία να σκουπίση.
— Γουαί, γουαί! φίου! . . . Ακούστηκε και του γιδάρη η στριγγιά σαλαγή και το ψηλό σούρισμα, και χέρι χέρι νάτος μας πρόβαλε ξαφνικά μπροστά. — Καλμέρα σας. Μας χαιρέτισε ορθός με την αγκλίτσα 'στο χέρι και με την τραβατσίκα 'ςτόν ώμο. — Τον ανάποδό σου το χρόνο, στραβόξυλο του διατάνου, του λέει ο Αρβανίτης. Μέρα για μεσάνυχτα είνε τώρα, ωρέ χαντακωμένε; Τι την κακή σ' καλημερνάς;
Κράζει τότε ο Αλήπασσας τον Καραϊσκάκη και θυμωμένος του λέει· — Τι έκαμες, ωρέ Παλιόγυφτο, 'σ το γυιό το δικό μου; — Τίποτα, πασσά μου, λέει ο Καραϊσκάκης. Δεν τόθελα. Τότε πέρναγε ο γυιός σου ο Μουχτάρ πασσάς και θύμωσε. Τι φταίω 'γώ, ο μαύρος; . . . Ο Αλήπασσας έσκασε τα γέλοια. — Πώς έκαμες, ωρέ μπίρο μ'; Κάμε το πάλε, ωρέ! — Έτσι, πασσά μου . . .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν