United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθώς τ' ακούν οι Ποντικοί τραβούν τα μαγουλά τους, Και ο τόπος αχολόγησε οχ τα σκουξίματά τους. 220 Πικροί και απαρηγόρητοι, σ' οργή περίσσια μπαίνουν· Μόνε δεν κάθουνται άπραχτοι, μηδέ καιρό προσμένουν. Ολημερής διορίζουνται πυκνοί διαλαλητάδες, Να κάμουν σύναξι λαού απ' όλαις της αράδαις.

Και τους λαχνούς ο Έχτορας κουνούσε τηρώντας πίσω· κι' αλαφρός του Πάρη πήδησ' όξω. 325 Κάθουνται τότες στη σειρά οι άλλοι, εκεί καθένας πούχε αφισμένα τ' άρματα, τα πίλαλά του ζώα. Κι' εκείνος βάζει στο κορμί την πλούσια αρματωσά του, της ομορφόμαλλης Λενιός ο ζηλεμένος άντρας. Έβαλε πρώτα τα γερά τουσλούκια στα καλάμια, 330 πανώρια, πούταν μ' αργυρά θηλύκια αρμοδεμένα.

Και τι θα πη τούτο; και τι θα πη εκείνο; Και γιατί και πώς καταστράφηκαν οι μικροπολίτες; Και να μην είταν από τις πολλές φωνές; Και γιατί και πώς κάθουνται στη μύτη του ξένου και δε βλέπουν παρά τη μύτη; Και τι σημαίνει το κάτω κάτω; Να σου πω την αλήθεια, ζαλίστηκα και μ' έπιασε φόβος, μπας και δε βγαίνει αμέσως το νόημα; Άρχισα πια κι ο ίδιος να το μελετώ.

Άξαφνα ο Δίας βάλθηκε την Ήρα να κεντήσει 5 μ' ένα διο λόγια αγγιχτικά, κι' ορθά κοφτά μιλούσε «Έχει προστάτρες διο θεές ο βασιλιάς Μενέλας, την Ήρα την Αργίτισσα, την Αθηνά τη Σώστρα. Μα αφτές μακριά του κάθουνται και μόνο κάνουν χάζι τον κάμπο, μα η ροδόγελη όμως θεά Αφροδίτη 10 στον Πάρη πάντα 'ναι κοντά, τον βγάζει οχ τους κιντύνους, και τώρα μέσα απ' του φιδιού τον γλύτωσε το στόμα.

Βλέποντας ένας Γότθος αρχηγός τους ανθρώπους του να γυρεύουνε να κάψουνε βιβλιοθήκες, τους είπε να μη γελαστούν και κάμουν τέτοιο πράμα, επειδή όσο κάθουνται οι Αθηναίοι και χασομερούνε στα βιβλία, φόβος να μάθουν από πόλεμο δεν υπάρχει.

Και οι άντρες τι σου λένε, θεέ μου. Δες τόρα. Με τι πόζα, με τι χάρη κάθουνται όλοι στις καρέκλες. Όλοι σχεδόν κρατούν στα χέρια τους απόνα κομβολόγι και τρικ, και τρακ και λιγόνουν τα ματάκια τους που με κοιτάζουν. Χα... χα., χα...! Δύο τρεις μάλιστα είνε και γκαντέ σήμερα.

Δεν είμαστε όλοι μας σαν παραμύθια, παραμύθια που περπατούνε — ή που κάθουνται: Γεννήθηκες, έζησες, πέθανες. Και τι βγαίνει; Κάθουμαι στη φωλιά μου και συλλογιούμαι. Τόσο μου φτάνει. Εδώ κρότο δεν ακούς, παρά τα δέντρα που ψιθυρίζουν. Και κοντά κοντά, μόλις μισή ώρα διάστημα, τρέχει, φωνάζει, βράζει το Παρίσι.

Αδύνατον είνε να ανακαλέσω εις την μνήμην μου τας τοιαύτας παρά την θύραν παντός ετοιμοθανάτου συνελεύσεις πειναλέων Ιταλών, χωρίς να ενθυμηθώ συγχρόνους το δημοτικόν δίστιχον· Ωσάν κοράκοι κάθουνται τριγύρω του κρεββάτου Και καρτερούν κι' εγδέχονται το πότε θα ψοφήση.

Και να μην είνε, λέει, θάλασσα παρά να είνε στεριά, και να γλιστράη το καράβι και να τρέχη με μια γληγοράδα, σαν όνειρο! Και να μην ανοίγη στόμα ψυχή να μιλήση, μόνο να κάθουνται κει μέσα όλοι αμίλητοι κι ολόχλωμοι. Χριστέ και Παναγιά μου! Άσκημο, άσκημο όνειρο. Αρετ. Αχ, πως μ' αποτρομάζεις, μάννα, μ' αυτά σου τα όνειρα! Κωστ. Και να δης που θα βγουν το μήνα που δεν έχει σάββατο. Δέσπω.

Αυτή ίσια ίσια η αργή ανάπτυξη της φύσης πλημμυρούσε και τους δυο μας με μια νέα ευτυχία, βυθισμένοι καθώς είμαστε στην ψυχική διάθεση μαςΒλέπεις, εδώ έρχεται αργότερα, όπως τότε»! — «Ξέρεις όσα κάθουνται στα νησιά βλέπουνε δυο φορές την άνοιξη