Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Του απήντησε ο Αντίνοος κ' εφώναξε• «Ποια μοίρα 445 τούτ' έστειλε το βάσανο, κακήν πληγή του δείπνου; μακράν απ' το τραπέζι μου, 'ς την μέση στάσ', όπ' είσαι, μη γρήγορ' εύρης Αίγυπτον άλλην πικρήν και Κύπρο, καθώς είσ' αδιάντροπος και αυθάδης ψωμοζήτης. με την αράδα 'ς όλους πας• και αφρόντισ' όλοι δίδουν• 450 ότι δεν έχουν κρατημόν ή λύπην, αν χαρίζουν από τα ξέν', αφού πολλά καθένας έχει εμπρός του».
— Και εγώ έχω τη δική μου· τι πειράζει; θα φροντίσουμε και κατόπι. Ο Αντωνέλλος εκίνησε την κεφαλήν, χωρίς ν' απαντήση. — Άκουσε, Αντωνέλλο, είπεν ο Καραγιάννης αν η Μπέλλα πανδρευότανε, δε θ' αρχότανε και η δική σου αράδα; Ο Αντωνέλλος ήκουε τώρα τους παλμούς της καρδίας του: τόσον ήσαν σφοδροί! — Τι θες να πης; ηρώτησε σιγανά.
Την ορμήνια μου αφηκράσου, Σιούκου ορθός στα μπροστινά σου, Προς τον τοίχο με τ' αστήθια· Εύγε σου μα την αλήθια. Τέντοσε τα μπροστινά σου· Στήλοσε τα κερατά σου· Βάστα φίλε, μη σπαράξης, Για να ιδής και να θιαμάξης. Είπε κι' έκαμε το πράμμα. Όξω ερρίχτηκε εν τω άμα· Κιαπέ σκύφτει και γελάει, Και τον Τράγο περγελάει, Που φωνάζει, φιληνάδα, Ήρθεν η δική μου αράδα.
Δεν βλέπεις τους αστυφύλακας πώς στέκουν 'ς την αράδα, σαν τους νιουδαίους, να συλλάβουν τον Χριστόν; Εκεί για να πλησιάσης, πρέπει νάχης μια πιθαμή κολλάρο. Εσύ είσαι πρωτόβγαλτη και δεν τα ξέρεις αυτά. Έχεις δίκαιον. Μα δεν ρωτάς εμένα;
Εμείς οι άλλοι, όσο εσυγυριόταν βιαστικά πότε να βγη, τον εκαμαρώναμε με κάποιο πικρό παράπονο, και τον καλοτυχίζαμε που θάβλεπε τη λεφτεριά του ο μάβρος. Το καταλάβενε ο άμοιρος, που εζηλέβαμε την τύχη του· — Σωπάτε, ωρές παιδιά, κ' έχει ο Θεός και γιατ' εσάς! Καλή απομονή, και θανάρθη κ' η εδική σας αράδα! Τι να κάνης για ταδέρφι! Καλή απομονή το λοιπόν!...
— Δεν υπάρχει, τη πίστη του, Θεός και για μας;!... — Γιαβίς-γιαβάς, ουρέ βλαμηδέσιμ! Με του κουλάι, ουρέ τα παληκάρια μ', και θανάρθη κ' η γεδική σ' αράδα! έλεγε απόξω να τους σκάζη, να τους πλαντάζη ο Βλαχογιώργος.
— Όσο για παραμόνεμα, δική μου αράδα, ξαναείπε βλέποντας τους χωριανούς ανοικονόμητους. Δική μου αράδα, και πάγω κιόλας, πρι να το μυριστούν οι γυναίκες. Τους κέρασε, και τράβηξε όξω. Τόβαλε στο νου του κάποιο να ρίξη κάτω, μα ας είνε όποιος είνε, ίσως και βρουν ησυχία. Ο φταιξάρης να βρεθή; δύσκολο πράμα.
Και η βρατσέραις, και τα κότερα 'ς την αράδα, ξεκουράζοντο, ελαφρά-ελαφρά, σαν αποκρεμμυδόφυλλο, αποσαλεύοντα, σαν να ήσαν λαχανιασμένα από τα γλήγορα ταξείδια των.
Η φαντασία, Για μεγαλεία Στον κόσμον όλο, Κοινή μωρία. 820 Μ' αυτή τη ζάλη Εις το κεφάλι, Ανησυχάζουν Μικροί, μεγάλοι· Ανώτερό του Καλήτερό του Πασάνας θέλει Για ισότιμό του. Έχει, δεν έχει, Το δρόμο τρέχει 825 Που τα μεγάλα Αυτός παντέχει· Σε όπια λάχη Αράδα να 'χη, Ποσώς δε στρέγει, Στρίβει τη ράχη.
ΟΣΒ. Βοήθεια! Μ' εσκότωσε! Βοήθεια! ΕΔΜ. Τι είν' αυτό; Τι έχετε; Τι τρέχει; — Χωρισθήτε! ΚΕΝΤ Με την αράδα σου και συ. Αν θέλης να κοπιάσης, σου διορθώνω το πετσί. Έλ' αρχοντόπουλό μου ΓΛΟΣΤ. Γυμνά σπαθιά! Τι έτρεξε; ΚΟΡΝ. Σταθήτε! Το προστάζω! Σταθήτε! Τον εσκότωσα, όποιον σηκώση χέρι! ΡΕΓ. Οι άνθρωποι της αδελφής και του πατρός μου είναι. ΚΟΡΝ. Τι πολεμάτε; Λέγε συ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν