Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Εκεί οπού εσπόγγιζε τον ιδρώτα του προσώπου του και εξετίναζεν ολόβρεκτα τ' άσπρα μαλλιά του, του εφάνη ότι ακούει φωνήν. — Παπά! Να βάλω τραπέζι; Πετιέται αμέσως επάνω με την πολιάν γενειάδα του ως το στήθος, και εφόρεσε τον άσπρον αγιορείτικον σκούφον του, κείμενον εκεί επί του καναπέ, εις την άκρην. Έντρομος δε άρχισε να κυττάζη εδώ κ' εκεί. Ησυχία νεκρική εις όλον το σπίτι.
Επάνω εις αυτήν την κτιστήν όχθην, παρά το χείλος της στέρνας, εκάθηντο δύο μικρά κοράσια, το έν ως πέντε ετών, το άλλο ως τριών ετών, και έπαιζαν με μίαν καλαμιάν και με σπάγγον και έν καρφίον δεμένον εις την άκρην, ως να εψάρευαν τάχα εντός της στέρνας.
Αύτη μη δυναμένη να σταθή ορθία, είχε ριφθή με το σώμα επικάρσιον παρά την γωνίαν, και εκάθητο τρέμουσα εις την άκρην. Ο Σκούντας ίστατο ως προστάτης ενώπιον αυτής. Παρ' αυτόν ίσταντο ο Τρανταχτής και ο Κατούνας, είτα εφεξής ο Πρωτόγυφτος, ο Βούγκος και ο Μάχτος. Οι τρεις ένοπλοι άνδρες εζήτησαν ν' αποσπάσωσι την Αϊμάν από της κόγχης, εν η έκειτο. Αλλ' ο Σκούντας επεχείρησε ν' αντιστή.
Άφησεν εις την άκρην το τσιμπούκι, το οποίον είχε σβύσει ήδη ανεπαισθήτως, εν μέσω της αλλοφροσύνης των ρεμβασμών του καπνιστού, και ακουσίως ήρχισε να υποψάλλη.
Με αυτό και μάνα, και πατέρας, και ο Τυβάλτης, και εγώ, και ο Ρωμαίος κι’ όλοι, όλοι μου φαίνονται νεκροί, και όλοι σκοτωμένοι! Εξωρισμένος! Θάνατος η λέξις είναι τούτη! ω! Θάνατος αμέτρητος κι’ οπού δεν έχει άκρην! λόγια δεν έχει τον καϋμόν αυτόν να τον εκφράζουν.... — Πού είναι ο πατέρας μου; η μάνα μου πού είναι; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Εις του Τυβάλτη τον νεκρόν μοιρολογούν και κλαίουν.
Αφότου έφυγες, νύκτα και ημέραν σε ζητώ. Έμαθα πού ευρίσκεσαι. Όσον υψηλοί και αν είνε οι τοίχοι, θα τους υπερβώ, όσον στερεοί και αν είνε οι μοχλοί θα τους παραβιάσω. Θα έλθω να σ' εύρω, αδελφή μου· αισθάνομαι την δύναμιν ότι θα το κατορθώσω. Θα σ' εύρω, και θα έλθης μαζή μου, και θα ζήσωμεν μαζή εις μίαν άκρην της γης. Μακράν οι γονείς και οι αδελφοί, μακράν οι εχθροί και οι φίλοι.
Ο Στάθης έλαβε την άλλην άκρην, έκαμε θηλειάν, κ' εδέθη μοναχός του από τας μασχάλας.
Την μίαν χρονιάν ημπόρεσε μόνον να κτίση τεσσάρας τοίχους λασποκτίστους, μικρούς και χαμηλούς, και να τους στεγάση· την δευτέραν χρονιάν κατώρθωσε να πετσώση κατά τα τρία τέταρτα το σπίτι, δηλ. να κατασκευάση μικρόν πάτωμα, με διαφορά σανίδια, ανόμοια, παλαιά και νέα, και, χωρίς να χάση καιρόν, ανυπομονούσα, πότε να «ξελευθερωθή» από την τυραννίαν της ανδραδέλφης, η οποία εγήραζε κ' εγίνετο παράξενη, εκουβαλήθη, κ' επήγε να εγκατασταθή, μαζί με τον σύζυγόν και τα τέκνα, εις την «γωνιάν» της, εις την «φωλιάν» της, εις την «άκρην» της.
Τότε και το αναίσθητ' Ίλιον, ως να αισθάνθηκε τον κτύπον, με την αναμμένην άκρην προς την βάσιν του όλο κλίνει, και τ' αυτί του Πύρρου πιάνει μ' ένα τρίξιμο θανάτου· ώστε, βλέπε! το σπαθί του, 'πού του σεβαστού Πριάμου κατεβαίνει 'ς την χιονάτην κεφαλήν, εφάνη ξάφνου πως εστάθη 'ς τον αέρα· τότε ακίνητος ο Πύρρος, ως ζωγράφισμα τυράννου, έμειν’ άπρακτος 'ς την θέσιν, ωσάν ξένος εις το πράγμα και εις την πρώτην θέλησίν του.
Εις ένα μέρος το υπόγειον ήτο τόσον χαμηλόν, που εκινδύνευσα να κτυπήσω την κεφαλήν μου εις την πέτραν, και να πληγωθώ, και μόλις επέρασα με μεγάλην προσοχήν εκείνο το στενόν μέρος, το οποίον με έκαμε προσεκτικώτερον εις το ακόλουθον ταξείδιον εις εκείνην την υπόγειον οδοιπορίαν με όλον που έτρωγα τόσον ολίγον, όσον δηλαδή το αναγκαίον προς το ζην, έσωσα τέλος πάντων όλα μου τα φαγητά· όθεν εις το εξής μην έχοντας άλλα να παρηγορήσω την πείναν μου, άρχισα να κυριεύομαι από μίαν αδυναμίαν και από ένα γλυκύν ύπνον· πόσον όμως εκοιμήθην, δεν ηξεύρω· αλλ' όταν εξύπνησα έμεινα εκστατικός, βλέποντας μίαν μεγαλωτάτην και ευρύχωρον πεδιάδα, και την καλαμωτήν μου δεμένην εις την άκρην του ποταμού, και εκεί πλησίον πολλούς Αράπηδες που με εθεωρούσαν· εσηκώθην ευθύς ως τους είδον και τους εχαιρέτησα, και αυτοί μου ωμίλησαν, αλλ' εγώ δεν εκατάλαβα την διάλεκτόν τους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν