United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλως τε ο υψηλός γέρων ασφαλισθείς απ' αυτόν εκείνον, τον οποίον είχε παρακινήσει να φονεύση τον Γλαύκον, ωμοίαζε πολύ ολίγον προς τον Έλληνα εκείνον τον κυρτωμένον από τον φόβον· εφόρεσε λοιπόν άλλον μανδύαν φροντίσας συγχρόνως να ρίψη επί της κεφαλής του ευρύχωρον γαλατικήν κουκούλαν εκ φόβου μήπως ο Ούρσος ενεθυμείτο τα χαρακτηριστικά του, όταν και οι δύο θα ευρίσκοντο εις το φως.

Ευθύς μετά την αποκατάστασιν των πραγμάτων, επί Καποδίστρια κυβερνήτου, εδίδασκεν εις διάφορα σχολεία ανά την Ελλάδα, και είχεν ου μικράν φήμην, υπό το όνομα «ο Σωτηράκης ο δάσκαλος». Αργότερα αφού εξησφάλισε την οικογένειάν του, ενεθυμήθη την παλαιάν υποχρέωσίν του, εφόρεσε και πάλιν τα ράσα, ως απλούς μοναχός την φοράν ταύτην, κωλυόμενος να ιερατεύη, κ' εγκατεβίωσεν εν μετανοία, εις το Κοινόβιον του Ευαγγελισμού.

Αλλ' αυτός, ακούσας εντός του βύθους του τα παρά των φίλων του λεγόμενα, τοις είπενΑι νίκαι και τα τρόπαια είναι πολλάκις δώρα της τύχης· ουδείς Αθηναίος εφόρεσέ ποτε εξ αιτίας μου μαύρον ιμάτιον. Ιδού το μόνον αληθές προτέρημά μου!

Εδώ είσαι, αδερφέ, κ' εγώ σε γυρεύω! εφώναξεν αίφνης ο Σταύρος, ερχόμενος πλησίον του. Ο Δημήτρης εξηκολούθει τηρών την θέσιν του ακίνητος, ως να μην ήκουσε. — Ακούς! τι στέκεις αυτού, σαν κολώνα; φόρεσε το φέσι σου και πάμε επανέλαβεν ο Σταύρος, κινών αυτόν από του βραχίονος. Ο Δημήτρης εστράφη τότε, παρετήρησε τον σύντροφόν του μ' έκπληξιν, έστρεψε το βλέμμα πέριξ κ' εφόρεσε το φέσι του.

Ο Οδυσσέας τότε αυτού κοιμήθη και οι ποιμένεςτο πλάγι του εκοιμήθηκαν• όμως ο χοιροτρόφος να κοιμηθή δεν έστερξεν αυτού μακράν των χοίρων, 525 αλλ' αρματόνονταν να βγη• κ' έχαιρεν ο Οδυσσέας ότιτην απουσία του πονούσε για το βιο του. πρώτ' απ' τους ώμους τους τρανούς εκρέμασε το ξίφος• χλαμύδα εφόρεσε χοντρή, προφυλακή του ανέμου, έβαλ' επάνω μαλλωτήν παχειού μεγάλου τράγου• 530 και ακόντι πήρε σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων, και να πλαγιάση εκίνησεν, οι χοίροι οπού κοιμώνταν, κάτω από πέτραν θολωτήν, οπού ο Βορηάς δεν πιάνει.

Όταν ήρχισε να νυκτώνη, ετυλίχθησαν με γαλατικούς μανδύας φέροντας κουκούλας και ωπλίσθησαν με φανούς και μαχαίρας. Ο Χίλων εφόρεσε μίαν περρούκαν, την οποίαν είχε προμηθευθή, όταν επέστρεφεν από του Ευρικίου, και εξήλθον επιταχύνοντες το βήμα, όπως φθάσουν εις την Νομεντανήν Πύλην, πριν αύτη κλεισθή. Εβάδισαν τοιουτοτρόπως προς την κώμην «Πατρίκιος» κατά μήκος του Ουιμεναλίου λόφου.

Επρόσφερεν εν σιωπή το προσόψιον εις τον άνδρα της, εκείνος δε εσπογγίσθη, εφόρεσε το ράσον, έθεσεν επί κεφαλής το καλυμμαύχιον, εφίλησε την σύζυγόν του εις το μέτωπον και εξήλθε κρατών εις χείρας τα κλειδία της Εκκλησίας.

Παρήλθε πολλή ώρα χωρίς να το εννοήση ότε ο σύζυγος ηγέρθη, απέβαλε κοιτωνίτην και σκούφον, έπλυνεν επιμελώς, επί πολύ, το στόμα μ' ένα ρευστόν, του οποίου η ευωδία έφθασε μέχρις αυτής και της εγαργάλισε τους ρώθωνας, — τόσον ήτο δυνατή, — εφόρεσε τον επενδύτην και τον πίλον του κ' εκινήθη προς αναχώρησιν.