Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Αι τρυφαί και ξεφαντώσεις εις ολίγον καιρόν με έκαμαν να λησμονήσω παντελώς τες κακουχίες που υπέφερα εις τα προηγούμενά μου ταξείδια· μάλιστα η ξεφαντωτική ζωή άρχισε να μου προξενή αηδίαν· ομοίως και η νεότης της ηλικίας και η υγιής κράσις μού εκίνησαν την όρεξι να ταξειδεύσω πάλιν διά να ιδώ νέους τόπους, πολιτείας, και άλλα ήθη· και κάμνοντας κάθε ετοιμασίαν ταξειδιού εις διάφορα είδη πραγματείας, και συμφωνήσας με άλλους πραγματευτάς, εμισεύσαμεν με ένα πλοίον, διά τα νησιά της εσωτερικής Ινδίας.
Αλλ' αν έχης όρεξι, θα σου διηγηθώ πώς από τον Πυθαγόραν έγινα όπως είμαι τώρα και από ποίας προηγουμένας μετεμψυχώσεις επέρασα και πώς έζησα εις εκάστην από αυτάς.
Άρχισε να μασάη χωρίς όρεξι, με συχνούς αναστεναγμούς και με κομμένα λόγια. Ο σκύλος άρπαξε το κόκκαλο με λαχτάρα, κούνησε την ουρά του, τώβαλε ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια κι' άρχισε να το ροκανίζη μ' ευτυχία. Ο ήλιος πύρωνε από ψηλά τον άνθρωπο και το σκύλο. Οι διαβάτες περνούσαν βιαστικοί μπροστά τους.
Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Κ' εγώ σου λέω πως δε θα γίνη. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τι κατάστασις είν' αυτή! ΛΟΥΚΙΛΗ Μητέρα! Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Φύγε! είσαι μια ασυνείδητη! ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Πώς! τη μαλώνεις γιατί μ' υπακούει; Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ναι, είνε και δική μου όσο και δική σου. ΚΟΒΙΕΛ Κυρία! Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τι έχετε να μου πήτε σεις; ΚΟΒΙΕΛ Μια λέξι. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Δεν έχω καμμιά όρεξι ν' ακούσω τη λέξι σας.
Αλλ' άμα ράψης ένα παπούτσι και πάρης επτά οβολούς, σηκώνεσαι το βράδυ και λούεσαι αν θέλης και αγοράζεις μία ρέγκα ή μερικές μαρίδες και ολίγα κρεμμύδια και τρως με όρεξι, πολλάκις δε και με τραγούδια, και φιλοσοφείς με την αγαπητήν πενίαν.
Και μέσα εμπήκαν οι ανδρικοί μνηστήρες, και κατόπι εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθίσαν 'ς την αράδα• 145 και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τα χέρια, η δούλαις εις τα κάνιστρα τον άρτον εσωρεύαν, και τους κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι• και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, 150 εις άλλα τότ' εστράφηκεν ο πόθος των μνηστήρων, εις το τραγούδι, εις τον χορό, της τράπεζας τα δώρα. λαμπρήν κιθάραν έβαλεν ο κήρυκας 'ς τα χέρια του Φήμιου, 'που βιαζόμενος τραγούδαε των μνηστήρων• και άρχισε κιθαρίζοντας καλό τραγούδι εκείνος. 155 τότ' είπεν ο Τηλέμαχος την γλαυκομμάτ' Αθήνη, ζυγόνοντας την κεφαλήν, οι άλλοι μην ακούσουν•
ΚΟΒΙΕΛ Καταλάγιασε το μυαλό μου. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Όχι, δεν έχω καμμιά όρεξι. ΚΛΕΟΝΤ Αι! λοιπόν, αφού τόσο λίγο σε μέλει για τη λύπη μου και δε σκέπτεσαι να δικαιολογήσης το πρωινό σου φέρσιμο στον έρωτά μου, είνε η τελευταία φορά που με βλέπεις, αχάριστη: φεύγω μακριά από σένα, να πεθάνω από λύπη κι' από έρωτα. Κλεόντ! ΛΟΥΚΙΛΗ Πού πηγαίνεις; ΚΛΕΟΝΤ Εκεί που σου είπα. ΚΟΒΙΕΛ Πάμε να πεθάνωμε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν