Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Τότ' όξω η Ήρα φώναξε την Ίριδα οχ τον πύργο — π' αφτή είταν των παντοτινών θεών μαντατοφόρα — και τον Απόλλο, και τους λέει διο φτερωμένα λόγια 145 «Στήν Ίδα εφτύς του Κρόνου ο γιος να πάτε σας προστάζει. Εκεί σα φτάστε κι' έρθετε στο Δία ομπρός, κοιτάξτε πρόθυμα κάντε — ακούστε με — ότι σας πει και θέλει.» Είπε, και μέσα γύρισε η σεβαστή Ήρα πάλι κι' έκατσε στο θρονί.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πήγαινε, σε παρακαλώ, που σ' έχω αγαπημένο απ' τους ανθρώπους πειο πολύ, να μάθης ό,τι σ' ωφελεί. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Να μάθω τι; Να πάτε στην οργή! κανείς στο σπίτι δεν θα μείνη. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Ο θειος μου ο Μεγακλής εμένα δεν μ' αφίνει να μείνω δίχως άλογο. Μέσα λοιπόν πηγαίνω, κ' όσο για σε, ούτε λεφτό δεν δίνω τσακισμένο.
Είπαν να κοιμηθήτε, και τώρα — τώρα θαρθή ο Αγάλλος μαζί με τη θεια-Συνοδιά να σας ξυπνίσουν, να σηκώσουν και τα παιδιά, να πάτε να μεταλάβετε. Καλή νύκτα κι' αύριο με υγεία. Μόλις η Αφέντρα επρόφθασε να κλέψη έναν ύπνον, και εκρούσθη η θύρα του νερόμυλου. Ήτον ο Αγάλλος και η θεια-Συνοδιά.
Και καταβάντες τον λόφον, επλησίασαν εις τα πρόθυρα του χωρίου. Ουδείς παρετήρησεν αυτούς. Μία μόνον γυνή, ήτις εκάθητο υπό δένδρον τι παρά την θύραν της καλύβης της, κρατούσα ηλακάτην, έστρεψε το βλέμμα προς αυτούς. — Από πού έρχεσθε; τους ηρώτησε. — Από το χωριό μας, απήντησεν ο Γύφτος — Και τι θέλετε; — Περαστικοί είμασθε απ' εδώ. — Και πού πάτε τάχατες; — Στα χωράφια μας, είπεν ο Πρωτόγυφτος.
Μα ο υποναύκληρος τόρα με την παλαιά του συνήθεια, εσηκώθηκε Ποσειδώνιος και αλύγιστος, τα μάτια του εσπιθοβόλησαν από θυμούς και φοβερίσματα και με την αρβανίτικη προφορά του κομματιαστή και βαρειά και συρμένη εγύρισε και είπε: — Μωρέ, άιντε πορ!.. Εσείς να πάτε να βυζάχτε γάλα κ' ύστερα ναρθήτε να μιλήστε μεταμένα.
ΓιαΤι όλοι με μια φωνή σας ζητούνε να πάτε κει. Επιμένουν γι' αυτό και περιμένουν. ΦΙΝΤΗΣ Ας επιμένουν κι ας περιμένουν όσο θέλουν. Δεν είναι βέβαια φρόνιμο, να πλησιάζη κανείς το σίδερο όταν είναι αναψοκοκκινισμένο. ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ω! μη το κάμετε αυτό. Πρέπει ναρθήτε, κ. εργοστασιάρχη, να τους παρηγορήσετε, να τους γλυκάνετε τον πόνο. Ίσως και πειστούν στα λόγια σας και ησυχάσουν.
— Ανάβα όνομα να ιδής κορμί . Εχαιρέτισεν ο ναύκληρος. — Εδώ καράβια χάνονται, και σεις βαρκούλαις πού πάτε ; Προσέθηκεν ο καπετάν-Γιακουμής, και απεσύρθη πίσω εις το καμαρί του με την χρυσόγλυπτόν του κινύραν μισοζαλισμένος. — Κατά φωνή και . . .
Εσείς θα έρθετε όταν θα είναι έτοιμα τα λαχανικά και τα φρούτα για να τα πάτε στο χωριό… Το άλογό σας όμως δεν αντέχει το δισάκι!», πρόσθεσε μισοκλείνοντας τα μάτια μπροστά στη λάμψη του ποδηλάτου. «Θα φύγω για το Νούορο!», είπε ο Τζατσιντίνο κοιτάζοντας ωστόσο το κτήμα από κάτω προς τα επάνω, όπως κοιτάζουμε έναν άνθρωπο. «Θα έρθετε καμιά φορά!
Κ' η τροξαλίδα κρυμμένη κάπου, λαλεί το τραγούδι της νυχτόημερα, το μονότονο τραγούδι της, τρι — τρι — τρι — τρι, στο χαλασμό και το θάνατο χαιράμενη: — Φάτε — φάτε το ρημάδι, κουτοπόνηροι· σαν αύριο χαθή πού θα πάτε να ζήστε· πού θα πάτε; — Σ' άλλο ρημάδι! σ'άλλο ρημάδι!... Ίδια στο απέραντο χτήμα, ίδια στο πλατύχωρο παλάτι του ο Χαγάνος.
Βλέπετε όμως που είναι δυο φωνολογικά συστήματα όλους διόλου διαφορετικά· ένα σύστημα η αντωνυμία εγώ , άλλο σύστημα το ρήμα λέμε κτλ. Η κοινή γλώσσα πήρε τύπους κι από τα δυo συστήματα — τάχει ανακατωμένα και τα δυo· αν πάτε στα χωριά, θα διήτε το κάθε σύστημα στον τόπο του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν