Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Μωρή και δε μου λες, μορφούλα μου, πως είσαι θεόλωλη και μας έφερες έτσι δα άνω κάτω δίχως λόγο στα καλά καθούμενα; Μωρή, και δεν τρέχεις στις ελιές σου, κακόσυρτη, και δεν αφίνεις τις ρόκες και τα προικιά, μην πάτε και ψοφήστε της πείνας, κ' εσύ κ' η θεια σου;

Δεν υπάρχει τίποτα ευγενικώτερο απ' αυτό· θα είσθε ισόβαθμος με τους μεγαλυτέρους άρχοντας του κόσμου. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ο γυιός του Μεγάλου Τούρκου με τιμά πολύ και σας παρακαλώ να με πάτε στο σπίτι του να τον ευχαριστήσω. ΚΟΒΙΕΛ Τι λέτε; θάρθη εδώ ο ίδιος. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Θάρθη εδώ; ΚΟΒΙΕΛ Ναι· και θα φέρη όλα όσα χρειάζονται για να γίνη η τελετή ανάλογη με το βαθμό σας. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τόσο γρήγορα κι' όλας;

Το αγόρι έγινε επιθετικό. «Τότε θα πρέπει να διώξει εμένα; Τι θα κάνω τότε εγώ; Η Γκριζέντα θα παντρευτεί και θα φύγει. Εγώ όμως τι θ’ απογίνω; Θα ζητιανεύω; Όχι, να πάτε εσείς που είστε και γέρος.» «Έχεις δίκιο», είπε ο Έφις, και έσκυψε το κεφάλι. Η υποχωρητικότητά του έκανε πάλι φιλικό απέναντί του το μικρό υπηρέτη. «Ο ντον Πρέντου είναι τόσο πλούσιος που μπορεί έτσι και αλλιώς να σας πάρει.

Έλεγε πως αποφασίσατε να πάτε στο Κάστρο, και σας εκατάκρινε για την τόλμη. Μα εγώ το χάρηκα, γιατί ανησυχώ για κείνον τον αδερφό μου, και θέλω ναρθώ μαζί σας, αν με παίρνετε. — Ας είνε, καλώς ναρθής, είπεν ο ιερεύς. Εξέπλευσαν. Εστράφησαν προς το μεσημβρινοδυτικόν του λιμένος, έβαλαν πλώρη το ακρωτήριον Καλαμάκι. Ο άνεμος ήτο βοηθητικός, και ο πλους ευοίωνος ήρχιζε.

Τους πιάνει αμέσως και διατάζει τους γενναίους του να τους πάνε στη φυλακή. — Δε μεταχειρίζονται έτσι τους ξένους στο Ελδοράδο, είπε ο Αγαθούλης. — Είμαι περισσότερο από κάθε άλλη φορά μανιχαίος, είπε ο Μαρτίνος. — Αλλά, κύριε, πού μας πάτε; ρώτησε ο Αγαθούλης. — Στο μπουδρούμι, απάντησε ο αστυνόμος.

Πράγμα ασυνήθιστο, βλέποντας τον Έφις σταμάτησε.. «Τι κάνεις φορτωμένος μ’ αυτό το δισάκι; Κουκιά έκλεβες;» Ο Έφις σηκώθηκε με σεβασμό. «Είναι οι προμήθειες για τις κυράδες μου. Κι εσείς πού πάτεΚαι ο ντον Πρέντου εκεί κάτω πήγαινε.

Πρέπει, κυρά μου, να τελειώνουμε, γιατί αύριο φεύγουμε. Και πού πάτε; Τ σ ι γ γ ά ν α. Όπου θέλει ο Θεός. Ρωτάς, κερά μου, τα πουλιά που παν, άμα φυσήξη ο βορηάς και πιάσουν τα πρωτοβρόχια. Τ σ ι γ γ ά ν α. Όπου κάμπος με λουλούδια και με φως κι όπου ουρανός με άστρα στολισμένος εκεί είναι η πατρίδα μας. Μ α ρ ί α. Τι ωραία πατρίδα. Μόνο που ζήτε στο δρόμο. Τ σ ι γ γ ά ν α. Να βαρεθούμε.

Αλλά, ο γέρως ερημίτης φόρτωσε στο άλογο τα πλούσια υφάσματα και γύρισε κοντά στην Ιζόλδη: «Βασίλισσα τα ρούχα σας πέφτουν κουρέλια. Δεχθήτε αυτά τα δώρα, για νάσαστε πειο ώμορφη την ημέρα που θα πάτε στον Πόρο του Κινδύνου. Φοβούμαι μήπως δε σας αρέσουν, γιατί δεν έχω καθόλου πείρα σ' αυτά τα πράγματα».

Είμαι ολομόναχη σ' αυτόν τον τόπο, ολομόναχη σ' αυτό το παλάτι όπου κανείς δε μ' αγαπά, χωρίς στήριγμα κανένα, στη διάκρισι του Βασιληά. Αν του πω μια λέξι για σας, δε βλέπετε ότι κινδυνεύω να βρω ατιμωτικό θάνατο; Φίλε, ο Θεός να σας προστατεύη. Ο Βασιληάς σας μισεί, πολύ άδικα. Αλλά σ' όποιον τόπο και να πάτε, ο Μεγάλος Θεός θα σας είναι αληθινός φίλος».

Κι αν αλλάξης κι αν αλλάξη, δεν αλλάξατε τίποτις εσείς, τάλλαξε η αγάπη, διές όμως πώς άλλαξε κι αφτή, αφού έγινε μεγαλήτερη, κ' έγινε μεγαλήτερη, γιατί θέλησε, όσο γνωρίζεστε και πάτε, να σμίγετε περισσότερο, νάχετε σ' όλα τις ίδιες ιδέες.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν