Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Έθλιψα εν σιωπή την χείρα του. Κατ' εκείνην την στιγμήν αντήχησεν αίφνης δριμύς ο συριγμός του ατμοπλοίου και εφάνησαν εν μέσω του προβαίνοντος σκότους, ως φάσμα, οι ιστοί και η καπνοδόχος του επί των ησύχων υδάτων του κόλπου. Ο Παντελής τρέχων προς ημάς μας προσεκάλει μακρόθεν. — Καιρός, Κύριοι, εφώναζεν. Επεστρέψαμεν προς την λέμβον.
Τούτο το όνειρον ιδούσα, πάντα τρόπον μετεχειρίσθη διά να μη αποδημήση ο Πολυκράτης προς τον Οροίτην, τόσον ώστε και όταν ακόμη μετέβαινεν εις την πεντηκόντορον του, εκείνη τον ηκολούθει και εφώναζεν.
Άλλοτε πάλιν εξεχνούσε πώς αυτός είχε κλειδώσει και εκράτει το κλειδί, και επιστρέφων από τον εσπερινόν, εκτύπα την θύραν καλών: — Άνοιξε, Κουκκίτσα! Την πρώτην παρασκευήν, το δειλινόν, εκεί οπού εδιάβαζεν εις το δωμάτιόν του και ήρχοντο αι ενορίτισσαι να του φέρουν προσφοραίς και κόλλυβα, εφώναζεν ο παπά-Κονόμος: — Κουκκίτσα! Έβγα να πάρης τα κόλλυβα! Αι ενορίτισσαι έκπληκτοι εσταυροκοπούντο.
Η ανάμνησις τοιαύτης σκηνής, της οποίας υπήρξα μάρτυς, επήλθεν εις εμέ με όλην την δύναμιν κατά τους λόγους τούτους. Έφερα το μανδύλι στα μάτια μου, και εγκατέλειψα την συντροφιά και μόνον η φωνή της Καρολίνας, που μου εφώναζεν «ας φύγωμεν!» με επανέφερεν εις τον εαυτόν μου.
Και η καλή η μήτηρ της προθυμότατα έδιδεν ανά δύο αρτιβαφή αυγά εις όλα τα παιδία· δύο αυγά κόκκινα, και τι ευτυχία! τι νίκη! ενώ η μάμμη εφώναζεν ότι αρκετά παιδία ήλθαν, και αρκετά ετραγούδησαν, και ότι έπρεπε να υπάγουν και αλλού.
Ο Τερερές όμως, προλαβών, εισήλθεν εις την οικίαν του και έκλεισε την θύραν, ήτις εδέχθη το φοβερόν κτύπημα το οποίον του κατέφερεν ο Μανώλης. — Είντα 'μανταλώθηκες, μωρέ σπασμένε, φοβιτσάρη; του εφώναζεν ούτος λακτίζων μανιωδώς την θύραν. Θαρρείς πως δεν μπορώ να τη σπάσω την πόρτα; — Θα πας στο διάολο, μωρέ Πατούχα, γή να σε πέψω;
Και όμως όλοι οι συγγενείς της είπον: — Μη τον παίρνης! — Άφησέ τον τον μπεκρούλιακα! της εφώναζεν η μητέρα της, όταν μετά τους αρραβώνας είδε την μέθην του. — Καλλίτερα να με ρίξης 'ς το Κεφαλόσκαλο, να πνιγώ, μαννούλα μου! Η αληθινή αγάπη δεν λησμονεί τόσον εύκολα, ούτε μισεί.
Είπε κ' εκείνος έτρεμε χειρότερα, ως τον φέραν αυτού 'ς την μέση• τότε οι δυο τα χέρι' ανασηκώσαν, κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, 90 να τον κτυπήση ώστε νεκρός 'ς τον τόπο αυτού να πέση, ή μ' ένα γλυκύ κτύπημα να τον ξαπλώση χάμου, κ' ηύρηκε συμφερώτερο γλυκά να τον κτυπήση, μη τον νοήσουν οι Αχαιοί• και ως ανασηκωθήκαν 'ς τον δεξιόν ώμο κτύπησεν ο Ίρος, και ο Οδυσσέας 95 εις το ριζαύτι, κ' έσπασε μέσα τα κόκκαλ' όλα, και κόκκιν' αίμ' ανάβρυσεν ευθύς από το στόμα• χάμου με βόγγον έπεσεν, ελάκτισε το χώμα, έκρουσε ομού τα δόντια του, και οι θαυμαστοί μνηστήρες από τα γέλι' απέθαναν σηκόνοντας τα χέρια. 100 και μέσ' από το πρόθυρο τον έσυρ' ο Οδυσσέας απ' ένα πόδι ως την αυλή, 'ς την θύρα της αιθούσης, και 'ς της αυλής τον έγυρε το φράγμα να καθίση, ραβδί 'ς το χέρι του 'βαλε, κ' εφώναζεν εκείνου• «Κάθου αυτού τώρα, των σκυλιών και χοίρων να 'σαι διώκτης, 105 και όχι να ήσαι των πτωχών και ξένων επιστάτης, ελεεινέ, μήπως κακό χειρότερο απολαύσης».
Και όλοι ωμίλουν συγχρόνως, δυνατώτερα όμως όλων των άλλων εφώναζεν ο Μαναή. Ο Βιτέλιος τους διεβεβαίωσεν ότι οι κακούργοι θα τιμωρηθούν. Κραυγαί και βλασφημίαι αντήχησαν απέναντι του πυλώνος, όπου οι στρατιώται είχον κρεμάσει τας ασπίδας των. Επειδή δε είχον καταστραφεί τα περικαλύμματά των, εφαίνετο επάνω, από το πρόσθιον μέρος αυτών η μορφή του Καίσαρος.
Τόσον πολύ μάλιστα εσυγκινήθη, συντελούσης και της κρασοκατανύξεως, ώστε ήρχισε να κλαίη, ενθυμηθείς ένα μικρότερόν του αδελφόν, όστις είχεν αιχμαλωτισθή κατά την επανάστασιν και έκτοτε δεν τον επανείδεν. Αλλ' ο Σαϊτονικολής του εφώναζεν ότι ήτο ώρα για χαρές, όχι για θρηνολογήματα. Στραφείς δε προς την Πηγήν, της είπε φαιδρώς: — Έτσα δεν είνε, Πηγιό;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν