Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Αυτά 'πε, και ανεχώρησε 'ς τα δώμα του Οδυσσέα. 715 και αυτήν ο πόνος έζωσε σκληρός, και δεν εμπόρει πλειά να καθίση 'ς το θρονί,—κ' ήσαν πολλά 'ς το σπίτι— αλλά 'ς του τεχνικώτατου θαλάμου το κατώφλι εκάθισε δακρύζοντας πικρά, και η δούλαις όλαις, η νηαίς ομού και η παλαιαίς, τριγύρω εσιγοκλαίαν. 720 κ' εκείνη κλαίοντας πυκνά ταις είπε- «Αγαπηταίς μου, ακούτε• πάθη περισσά εμένα έδωκε ο Δίας, απ' όσαις εγεννήθηκαν μ' εμέ και ανατραφήκαν• π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα, λεοντόκαρδον και μέγαν 'ς όλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, 725 'που 'ς την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε. και τώρα το μονάκριβον ο άνεμος μου πήρε άδοξ' από το σπίτι μου, ούδ’ ένοιωσα 'που εβγήκε. σκληραίς, και δεν ευρέθηκε μέσ' από σας καμμία, ενώ τα ηξεύρετε καλά, να 'λθη να μ' εξυπνίση, 730 την ώρα 'π' αυτός έμπαινε 'ς το βαθουλό καράβι• και αν το ταξείδι εγνώριζα πως μελετούσε κείνος, δεν έφευγε, τον πόθο του και ας είχε εις το ταξείδι, ή εμένα εδώ θε ν' άφινε 'ς το σπίτι απεθαμένη. αλλ' ας μου κράξουν βιαστικά τον γέρο το Δολίο, 735 τον δούλο, 'π' όταν ήλθα εδώ μου 'δωκεν ο πατέρας, και μου τηρά το σύδενδρο κηπάρι, και να τρέξη, για να καθίση και να ειπή τούτ' όλα του Λαέρτη, 'ς τον λογισμό του ίσως αυτός κάποιαν βουλήν υφάνη, εις τους λαούς ερχόμενος για να κλαυθή, πως θέλουν 740 εκείνου και του Οδυσσηά τον γόνο ν' αφανίσουν».
Κι ως τόσο ποτές η Ασήμω δε φάνηκε ομορφότερη, τα μάτια της ποτές δε σπιθοβόλησαν πιο αστραφτερά από τη φοβερή εκείνη τη βραδινή. Διάβαινε χαμόδεντρα, πηδούσε λιθάρια, ανεβοκατέβαινε λακκωσιές, σκαρφάλωνε βράχους, σαν αγρίμι κυνηγημένο από τη φωλιά του, πούλεγες τρύπα γύρευε να γλυτώση. Ζυγώνει σε μέρος που ξάνοιγαν οι βράχοι εκεί απάνω, κ' έκαμναν είδος δώμα.
Αυτά 'πε και το δίκουπο του εγχείρισε ποτήρι 120 ο ήρωας Ατρείδης^ κ' έφερε και απόθωσ' έμπροσθέν του τον σπιθοβόλον αργυρόν κρατήρα ο Μεγαπένθης• κ' η Ελέν' η ευμορφοπρόσωπη τότ' ήλθε με τον πέπλο 'ς τα χέρια κ' είπε• «Τέκνο μου, τούτο κ' εγώ το δώρο από τα χέρια θύμημα σου δίδω της Ελένης, 125 να το 'χης 'ς την ποθούμενη των γάμων σου την ώρα, η νύμφη σου να το φορή• και ως τότ' η αγαπητή σου μητέρα σπίτι ας το φυλά• και συ χαίρε μου και άμε 'ς το δώμα το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου».
Είπε, και αυταίς εγέλασαν, κ' έβλεπε η μια την άλλη, 320 και άσχημα η καλοπρόσωπη τον ύβρισε Μελάνθω, οπ' ο Δολίος γέννησε, και ανάστησε ως παιδί της η Πηνελόπη και αρεστά παιγνίδια της εδώρει• την Πηνελόπη μ' όλ' αυτά ποσώς δεν συμπονούσε, αλλά με τον Ευρύμαχον έσμιγ' ερωτεμμένη. 325 εκείνη τότε ωνείδισε πικρά τον Οδυσσέα• «Άθλιε ξέν', ανόητος, ξεμυαλισμένος είσαι• εις εργαστήρι χαλκουργού δεν πας να ξενυκτήσης ή και εις χωνάκι, μόν' εδώ μωρολογείς με θάρρος 'ς άνδραις πολλούς ανάμεσα και δεν σε πιάνει φόβος. 330 ή το κρασί σ' εμώρανεν, ή πάντοτ' είναι ο νους σου ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα. ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο; κύττα μην άλλος σηκωθή καλήτερος του Ίρου, και με τα χέρια τ' ανδρικά το καύκαλο σού σπάση, 335 και από το δώμα διώξη σε 'ς το αίμα βουτημένον».
Δεν εσυλλογίσθη το πατρικόν της δώμα, ούτ' εσκέφθη καν να καταφύγη εις των βασιλισσών αδελφών της τα ανάκτορα. Ούτε πατρικήν εστίαν ήθελε πλέον, ούτε θωπείας επεθύμει αδελφικάς, εις αντάλλαγμα εκείνων, ων εθρήνει την στέρησιν. Ήθελε τον απολεσθέντα πάγκαλον σύζυγον, τον μυστηριώδη εκείνον ξένον, τον γνωρίσαντα εις αυτήν την ευτυχίαν ην ήλπιζε να επανεύρη μετ' αυτού.
Αυτά 'πε, και όλαις έφθασαν ομάδι τότε η κόραις, μ' ελεεινό παράπονο, με δάκρυα πυρωμένα· των πεθαμένων τα κορμιά πρώτ' έφερναν και κάτω 'ς της καλοτείχιστης αυλής την αίθουσα τα βάζαν, Το’ να με τάλλο σύνεγγυς· ταις έβιαζ' ο Οδυσσέας, 450 και κείναις αναγκαστικά τους πεθαμένους φέρναν· κατόπι τα περίλαμπρα θρονιά και τα τραπέζια με νερό και μ' ολότρυπα σφογγάρια καθαρίσαν. οι τρεις τότε, Τηλέμαχος, Εύμαιος και βουκόλος, με ξύστραις όλον έτριβαν του τεχνικού μεγάρου 455 το πάτωμα· κ' έξ' έπαιρναν κ' ερρίχναν η γυναίκες. και άμ' όλο τακτοποίησαν το δώμα εις κάθε μέρος, ταις κόραις απ' το μέγαρον εσύραν εις την μέση, 'που τον λαμπρόν αυλόγυρον χωρίζει από τον θόλο· εκεί ταις στενοχώρησαν, όθε φυγή δεν είχαν. 460 και ο φρόνιμος Τηλέμαχος τότε 'ς τους άλλους είπε· «Δεν θέλω εγώ με θάνατον αγνόν να ξεψυχήσουν αυταίς, 'που καταράσθηκαν συχνά την κεφαλήν μου και της μητρός μου, κ' έσμιγαν κρυφά με τους μνηστήραις».
Γιατί δεν εφωτίζετο της Βέρας μου το δώμα; πώς της γλυκείας μου φωνής δεν ήκουε τους ήχους; ίσως κοιμάται, έλεγα, 'στο απαλό της στρώμα, κι' εκτύπων οι οδόντες μου εξ έρωτος και ψύχους. Και έψαλλαν και έψαλλαν τα χείλη μου τα κρύα, κι' εχάνοντο εις το κενόν οι φλογεροί μου πόθοι, ως ότου πια του τραγουδιού η τόση αρμονία εκόλλησε 'στο στόμα μου και απεκρυσταλλώθη.
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' είπε προς εκείνον· Αντίνοε, γίνετ' άδικο, να στερηθούν οι ξένοι του Τηλεμάχου, οπ' έρχονται 'ς το δώμα τούτο ικέταις. κ' εάν ο ξένος, θαρρετός 'ς την ρώμη των χεριών του, το μέγα τόξο ετάνυζε του θείου Οδυσσέα, 315 φοβείσ' ότι 'ς το σπίτι του νύμφην εμέ θα πάρη; αλλ' ουδέ κείνος 'ς την ψυχή παρόμοιαν τρέφει ελπίδα. τούτο δεν είν', όχι, αφορμή να σας κακοκαρδίση ενώ συμποσιάζετε· δεν πρέπει, δεν αρμόζει».
Και, άμα τον λόγον άκουσε, κινήθη ο χοιροτρόφος, και, το κατώφλι ως πέρασε, τον είπε η Πηνελόπη• 575 «Εύμαιε, δεν τον έφερες; τι σκέφθηκε ο πλανήτης; ή κάποιος τον ετρόμαξεν, ή κ' εντροπή τον πήρε μέσα 'ς το δώμα• είναι κακός ο εντροπαλός πλανήτης».
Ο Μανώλης, όστις εν τω μεταξύ ανεκάλυψεν εις το απέναντι δώμα την Πηγήν απλώνουσαν εις τον ήλιον το ύφασμα, το οποίον είχε «λευκάνει» εις τον ποταμόν, μόλις ήκουε την φλυαρίαν της χήρας. Αλλ' αυτή κύπτουσα επί της «πλύστρας» και εξακολουθούσα να πλύνη, εξηκολούθει και να του ομιλή περί της θυγατρός της. Ήτον μετανοημένη που δεν την αφήκε στη χώρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν