Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Σηκώνεται αμέσως ο Τριστάνος, με το γυαλιστερό σπαθί στο χέρι: «Άναντρε, φωνάζει, ο κακός θάνατος θε ναύρη κείνον π' αφίνει τον κύριο για να χτυπήση το άλογο. Δε θα βγης ζωντανός απ' αυτό το λειβάδι. — Μου φαίνεται πώς δε λέτε αλήθεια! απάντησε ο Ριόλ, σπρώχνοντας κατ' απάνω του το άτι.

Μετά την εξομολόγηση του Τζατσίντο ανησυχούσε όταν έβλεπε τον ντον Πρέντου∙ του φαινόταν πιο ειρωνικός από το συνηθισμένο. Ένα απόβραδο τον περίμενε πλάι στην αιμασιά, και του είπε: «Ντον Πρέντου, πείτε μου, είδατε το μικρό μου αφεντικό; Ένα βράδυ ήρθε εδώ και είχε πυρετό και τώρα ανησυχώ για κείνον».

Είμαι το καμπαναρειό στο ναό του πόνου και για της ψυχές που έχουν σκοπό σημαίνει τους όρθρους και τους εσπερινούς η σιωπή μου. Σε κείνον που πόνεσε πρέπουν μακρυνές κορφές στο γέρμα του ηλιού. Σε 'κείνον που πόνεσε πρέπει το διαμάντι του αποσπερίτη κρεμάμενο το βράδυ απάνου από χιονισμένο βουνό. Σε κείνον που πόνεσε πρέπει το χρυσάφι των Αττικών βράχων πίσω από αυστηρό κυπαρίσσι.

Κι ως τόσο, μέσα σε κείνον το χαλασμό που χρόνια τώρα φυσομανούσε ολόγυρα και μας φοβέριζε να μας πάρη στη μαύρη αγκαλιά του, έσκανε ήσυχα ήσυχα και σιγοάνοιγε σπόρος καινούριου κόσμου, καινούριου πολιτισμού. Κι άξαφνα φουρτούνες κι ανεμοσκορπίσματα τριών αιώνων και παραπάνω βγαίνουν όλα σε καλό, σαν από Πρόνοια κανονισμένα.

Ξακολούθησα λοιπόν να γράφω το βιβλίο μου δίχως να μ' ενοχλή κανείς κάθε πρωί κ' η γυναίκα μου πηγαινοερχότανε σε μένα και σε κείνον, καθότανε στην κάμαρα του Σβενπου είταν ήσυχος, όταν την ένοιωθε κοντά τουκι όταν ο μικρός κοιμότανε, έβγαινε όξω νανασάνη καθαρόν αέρα και να μου διηγηθή όλα τα καλά σημεία, που πίστευε πως έβλεπε πάντα το προσεχτικό της μάτι.

Πώς, φιλενάδες, στην κυρά μας τούτο δεν θα το ειπούμε με τρανή φωνή, πούχε στον άνδρα όλες της ελπίδες, μα κ' έχει τόσο δύστυχη γενή; Τώρα εκείνη λυώνει από τη συφορά και η χαρά για κείνον θανατείλη. έπεσε εκείνη στα λευκά γεράματα, κι αυτόν θα τον περιφρονούν οι φίλοι.

Όλοι, όλοι; είπε ο Δημητράκης σα να ρωτούσε τον εαυτό του μπορεί. Μα και σε κείνον έφταιξε η εποχή του. Όμως φάνηκε ανώτερος. Σα δεν την εύρισκε τη δόξα στη ζωή, πήγε και την αγκάλιασε στο θάνατο. Για ιδές τον πώς τη σέρνει πίσω από τ' άλογό του. Απ' τις πλεξίδες τη σέρνει, απ' τις πλεξίδες! Θα το ιδούμε τάχα στις μέρες μας κ' εμείς τέτοιο θέαμα.

Γι' αυτό θέλει να ζήση ένα διάστημα για χάρη αυτών που ζούνε κ' έπειτα να πεθάνη και να μείνη με κείνον, που αιστάνεται πως του ανήκει. Γυρεύει ένα συμβιβασμό αναμεταξύ του πόθου να πεθάνη και της ανάγκης να ζήση και σα να τα φοβάται και τα δυο, γιατί και τα δυο παλεύουνε να κυριαρχήσουν την ψυχή της και τα δυο την τυραννούν ατέλειωτα, καθένα με τον τρόπο του.

Αλλά θα φυτρώση άραγες απάνω τους τάγιο το δέντρο; Γύρισε το πρόσωπό σου κατά τους τέσσερεις μιναρέδες που στέκουνται τριγύρω σε κείνον το θεόρατο τον τρούλλο, να σου πω ένα παραμυθάκι. Είτανε μια φορά ένας φρόνιμος βασιλιάς.

Δεν μπορώ να το υποφέρω αυτό, φώναξα σχεδόν. Δεν μπορώ να το υποφέρω. Να χάσω και σε και κείνον. Δεν είναι δυνατό να το θέλης. Σηκώθηκε άφωνη και στάθηκε μπροστά σα μια Νιόβη, που απλώνει τα χέρια ναγκαλιάση τα παιδιά της, που χτυπιούνται από τα βέλη των θεών ακόμα και μες την αγκαλιά της. — Άφησέ με να πάρω μαζί το Σβεν, είπε. Θα πεθάνη που θα πεθάνη.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν