Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Τότες πια τίποτις δε συλλογιούμαι, τίποτις δε νοιώθω, δε ζω, θυμούμαι τη Μοιρίτα. Ίσως έρθω καμιά ώρα να σε διώ εκεί κάτω, να διώ και λίγη θάλασσα. Την αποθύμησα. Μα ξέρεις που δε μου αρέσει και πολύ πολύ τώρα να σαλέβω. Είναι και κάμποσο μακριά. Κάλλια να μείνω εδώ που καταστάλαξα. Γράψε μου, στείλε μου κανένα βιβλίο νόστιμο, μίλησέ μου, σα θέλεις, και για γλωσσολογία ή και για γλώσσα.

— Α! αυτό λοιπόν είνε το τρίτο; είπεν ο Θευδάς. — Μάλιστα, το τρίτο το καλλίτερο. — Το καλλίτερο; — Και αν θέλης, και κάτι άλλο· είνε αυτό το τρίτο. — Τι άλλο; — Δεν το λέγω αυτό. — Γιατί; — Γιατί σκιάζομαι. — Τι σκιάζεσαι; — Μήπως σε τρομάξη. — Να με τρομάξη εμέ; — Ναι. — Γιατί; — Γιατί είνε πράγμα που τρομάζει. — Δεν βαρυέσαι! — Φαντάσου γυναίκα με μακρυά μαλλιά. — Και λίγη γνώσι;

ΚΛΕΟΝΤ Τίποτα! ΝΙΚΟΛΕΤΑ Άφησε με να σου μιλήσω. ΚΟΒΙΕΛ Είμαι κουφός. ΛΟΥΚΙΛΗ Κλεόντ! ΚΛΕΟΝΤ Όχι. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Κοβιέλ! ΚΟΒΙΕΛ Τίποτα! ΛΟΥΚΙΛΗ Στάσου. ΚΛΕΟΝΤ Παραμύθια! ΝΙΚΟΛΕΤΑ Άκουσέ με. ΚΟΒΙΕΛ Κολοκύθια! ΛΟΥΚΙΛΗ Μια στιγμή μόνο. ΚΛΕΟΝΤ Καθόλου. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Μα κάνε λίγη υπομονή. ΚΟΒΙΕΛ Ταραρά! ΛΟΥΚΙΛΗ Δυο λέξεις μόνο. ΚΛΕΟΝΤ Όχι, τέλειωσε πεια. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Μια λέξι. ΚΟΒΙΕΛ Πάει πεια, πάει.

Κι' ύστερα από λίγη σιωπή, ξανάειπε: — Αφού σ' απόλαψα, παιδάκι μ', το ίδιο κάνει κι' αν γέρασα κι' αν δε γέρασα! Το κύτταγμα μέσα στον καθρέφτη την έκανε να μελαχολήση.....Κρέμασε τα μούτρα κι' άρχισε να συλλογιέται. Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε κι' άρχισε να κλαίη, και τα δάκρυα της κίνησαν κι' έτρεχαν σαν κουμπιά μαργαριτάρι.

Είσαι βασιλιάς νέος λαού μεγάλου και θα σου αφήσω κτήματα πολλά, όσα επήρα κ' εγώ απ' τον πατέρα μου. Λοιπόν, τι σου έχω κάμει κακό, και τι σ' εστέρησα; Δεν θέλω να πεθάνης εσύ για μένα, μα ούτ' εγώ για χάρι σου πεθαίνω. Συ την ζωή την αγαπάς· εγώ, νομίζεις, όχι; Του κάτω κόσμου η ζωή είναι μακρυά κ' αιώνια, εδώ επάνω η ζωή είν' λίγη μα γλυκειά είναι.

Κι' έτρεξαν γύρω ένα σωρό κουνιές και συνυφάδες, και την κρατούσαν που κοντά ναν τη σκοτώσει ο πόνος. Κι' όταν ξανά συνέφερε και πήρε λίγη ανάσα, 475 στενάζει οχ την καρδιά βαθιά και μοιρολόγι αρχίζει «Έχτορα, εγώ η κακότυχη!

Μη . . . μου θυμόνης . . . κυρά Μαριώ . . . και σου λέω . . . — Καλησπέρα, κυρά Δημήτραινα, προσεφώνησε φιλοφρόνως ο Θοδωρής. Δεν είνε τίποτε· λίγη ευθυμία! Αλήθεια δα, . . . τα συχαρήκια μας. Σας έφεξε πάλι. Μα να μη το πάρετε κι' απάνω σας όμως . . . και δεν μας καταδέχεσθε, . . . τώρα που γινήκατε πλούσιοι, . . κυρά Δημήτραινα! Καληνύχτα σας!

Περπατεί ακόμα; ρώτησε το κυπαρίσσι φοβισμένο. — Περπατεί... είπε το συννεφάκι και πέρασε. Ολοένα περπατεί... Η γιαγιά ακούμπησε ήσυχα το κεφάλι της στην καρέκλα, πήρε βαθιά την αναπνοή της και σταμάτησε. Έτσι έκανε κάποτε τα νάζια της η γιαγιά και σταματούσε στη μέση του παραμυθιού. Ήθελε χάδια και παρακάλια. Σαν πέρασε λίγη ώρα την εσκούντησα και της χάιδεψα τα γόνατα.

Να, το πρωί που είμουν ανεβασμένη στη μουριά, μ' έπιασε ξαφνικά μια λύπη, μια βαθειά λύπη. Είπα πως κάτι κακό θα μου γίνη. Δεν πέρασε λίγη ώρα που ήρθατ' εσείς, μ' εκείνες τις άγριες τις φωνές σας. Όμως αυτή τη στιγμή, πατέρα μου, είμαι όλο χαρά, είμαι γιομάτη χαρά, κάτι καλό θα μας συμβή, το αιστάνουμαι, το βλέπω, Δε θα σου συμβή το καλό. Σου συμβαίνει.

.... Γλέντιζα και γω με τάλλα παιδιά. Παράβγαινα και γω μαζί τους στην πέτρα, στο τρέξιμο. Τους πουλούσα και λίγη σοφία, τους ξηγούσα τι λογής τόποι είναι πίσω από της Ανατολής τα βουνά..... .... Τέτοια μια βραδιά είτανε σα μας πρωτοείπε ο γέρο Βασίλης την ιστορία του. Κανένας δεν την καλοήξερε εξόν η μακαρίτισσα, και κείνη ποτές δε μας τη δηγήθηκε.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν