Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Η γυναίκα του Βανάη επήκουσε και εσήκωσε το επανωμπούλωμα, και μας έκαμε να ιδούμεν όλην την ωραιότητά της, εις τρόπον που όλοι εμείναμε εκστατικοί από την ευμορφάδα της· και ομολογώ ότι ποτέ δεν είχα ιδεί πλέον νόστιμην και ευγενικήν από την Αροούγιαν· εστοχάσθηκα με επιμέλειαν τα κάλλη της, και εις το άκρον του θαυμασμού εφώναξα.
Και πέρα βαθειά, στο σκοτάδι μέσα, άστραψε γοργά, άσπρισε η θάλασσα και τα πανιά μας, κεραυνός εχύθη χαλκόστερνος και τρανταχτός. Άτρομος απαντούσεν ο δαίμονας στον ψώφιον αλλαλαγμό μας. Απελπίστηκα. — Το γουρούνι μωρέ! τι το φυλάτε το γουρούνι! εφώναξα. — Δε σκούζει, καπετάνιε! μου λέγει ο Μπίρκος. Τρέχω κοντά το κλωτσάω, το σπρόχνω, τραβώ τις τρίχες, του ξεριζώνω τ' αυτιά. Τίποτα.
Εγέλασα, διότι, και πάλιν το λέγω, τι ημπορούσα να φοβηθώ; Είπα καλημέρα εις τους κυρίους αυτούς. Την κραυγήν, εφώναξα, ήμουν εγώ που την έβγαλα στον ύπνο μου. Όσον διά τον γέροντα, εξηκολούθησα, ευρίσκεται εις την εξοχήν. Ωδήγησα τους επισκέπτας μου εις όλας τας γωνίας της οικίας μου. Τους εβίασα να ζητούν, να ζητούν επιμελώς. Τους ωδήγησα τέλος εις το ιδικόν του δωμάτιον.
Εκείνη τη φορά ο Αράπης τον έφαγε, θα τον άρπαξε, ως φαίνεται, κανένα κύμα εκεί που κατέβαινε από πάνω από την πλώρη 'ς την κουβέρτα. Γιατί τη στιγμή που άνοιξε τον Αράπη κι' εστάθη 'ς τα πόδια της η σκούνα, εκαταλάβαμε ένα δυνατό τίναγμα κ' εσείσθηκεν όλο το σκάφος. Πόσους τρώγει έτσι η θάλασσα! — Παπαδράκο! εφώναξα τρεις φοραίς απόξω από τα Ψαρά, όταν καταλάβαμε πλεια πώς έλειπεν ο καϋμένος.
Αφού λοιπόν τον εφώναξα, τον ηρώτησα τα εξής: — Συ δε διατί σωπαίνεις, αγαπητέ μου, όταν ακούς αυτόν εδώ να λέη όλα αυτά; Τι ιδέαν έχεις συ διά το ζήτημα τούτο; Με τας πολλάς ασκήσεις δυναμώνουν τα ανθρώπινα σώματα ή με τας μετρίας;
Αχ Σουλτάνα, εφώναξα πέφτοντας εις τους πόδας της, ονειρεύομαι ή είμαι έξυπνος; εις τι τύχην καταδέχεσαι να υψώσης ένα ξένον αγνώριστον, ο οποίος δεν έχει κανέναν μισθόν εις το να αξιωθή τέτοιας λογής χάρες; Σηκώσου, αυτή τότε μου είπε· και ομολόγησέ μου με θάρρος από ποίον μέρος είσαι, από τι γένος, και ποία υπηρεσία σε έκαμε να έλθης ιδώ εις την Σερενδίβ.
Ω τρελλός που είμαι, εφώναξα, διατί να μην ερωτήσω τον Σουλτάνον, τον πατέρα μου, τίνος ήτον αυτή η εικόνα που ηύρα εις τον θησαυρόν του· αυτός βέβαια ήθελε μου το φανερώσει, και εγώ δεν ήθελα λάβει τόσα κίνδυνα διά αυτήν την υπόθεσιν και δεν ήθελα χάσει και τον αγαπημένον μου Σαέδ.
Αλλά ποια βοήθεια μπορούσα να του προσφέρω και δεν του την πρόσφερα; Εφώναξα πάλι του ξαδερφού μου. Εφώναξα έναν ένα κατ' όνομα τους αγωγιάτες. Τα μπουμπουνίσματα τ' ουρανού μ' αποκρινόνταν κ' οι βρουχισμοί του ανέμου.
Του οποίου ο κατακαϋμένος ο Μανώλης 'ς την πρύμνη με το τιμόνι. Του οποίου 'ς την στιγμή, όσο να κυττάξω, χάθηκεν από μπροστά μου. Μέσ' 'ς την τρομάρα μου εφώναξα: Μανώλη! Του οποίου κανένας δεν μ' αφουγκράσθηκε. Του οποίου μόνον χιόνι έβλεπα ανακατωμένο με τα κύματα, και άκουα μόνον βογγητόν θηρίου πληγωμένου, τον βογγητόν της θάλασσας.
Σταμάτησε, ω Βασιλεύ, εφώναξα τότε εγώ· φυλάξου από το να μεταχειρισθής με τέτοιον τρόπον μίαν θυγατέρα βασιλέως· ο ζηλότυπος θυμός σου ας φέρη σέβας εις το βασιλικόν αίμα, από του οποίου αυτή κατάγεται.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν