Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Αχ, άνομη και επίβουλη, γεμάτος από θυμόν εφώναξα, τι είνε τούτο που έκαμες; έλαβες τόσην τόλμην να κατόρθωσες ένα κάμωμα τόσον σκληρόν και θηριώδες; αν, εσύ είχες τέτοιαν γνώμην, διατί να μεταχειρισθής εμένα τον ευεργέτην σου μέσον του θηριώδους θυμού σου, και να με κάμης να σου τον φέρω ο ίδιος διά να τον θανατώσης; Νέε ξένε, με αντίκοψε, μη σου κακοφαίνεται που διά μέσου σου εξεδικήθηκα τούτον τον παράνομον Ναμαράν· τούτος είνε ένας επίβουλος· εσύ δεν θέλεις με ονειδίσει οπόταν μάθης την παρανομίαν του· επειδή και αυτός είνε ο αίτιος της συμφοράς μου, την οποίαν ιδού που θέλω σου την διηγηθή διά ανάπαυσίν σου.

Και μετά τρεις ημέρας ιδού βλέπω ξέμακρα ένα καράβι να αρμενίζη· εφώναξα μεγαλοφώνως, απλώνωντας εις τον αέρα ένα άσπρον μανδύλι, καθώς με ήκουσαν, εκατάλαβαν ότι ζητώ βοήθειαν, και έστειλεν ο καραβοκύρης το καΐκι προς εμένα· και όταν ήλθον πλησίον, με ηρώτησαν πώς ευρισκόμουν εκεί, και εγώ τους είπα, ότι εναυάγησα εις εκείνο το μέρος, και κατά τύχην αγαθήν εφυλάχθην υγιής.

Γιατί επήδησα στο μπάρκο; γιατί εφώναξα «παιδιά εδώ»; Κ' εγώ δεν ξεύρω. Είδα πως ήταν γερό εκείνο; έλπισα πως θα εσωνόμαστε με αυτό; Τίποτα δεν είδα, τίποτα δεν έλπισα. Στη φωνή μου επήδησαν και οι άλλοι στο μπάρκο και ο καπετάνιος υστερνός. Και απάνω στην ώρα· πέντε λεφτά αργότερα όλοι θα επηγαίναμε στον πάτο. Γιατί από το αδιάκοπο τίναγμα ήρθε μία στιγμή κ' εχωρίστηκαν τα καράβια.

Μην ημπορώντας παρά να ευχαριστηθώ εις αυτό το θέαμα, και ανταμώνωντας την φωνήν μου με εκείνην των νικητών, εφώναξα με όλην μου την δύναμιν· δεν είνε άλλος ουρανός παρά ένας, και ο Μωάμεθ είνε προφήτης. Ένα πλήθος τότε από τα νικητά τελώνια ακούοντάς με να ομιλώ με αυτόν τον τρόπον, ήλθαν εκεί που ήμουν.

Εγώ δεν είδα ποτέ παρόμοιον πουλί, το οποίον μου εφαίνετο πολλά ωραίον, αυτό επλησίασεν εις το στόμα μου την μύτην του, και μου το εγέμισεν από ένα δροσερόν και γλυκύτατον ποτόν, έπειτα μου είπε. «Νέε Μουσουλμάνε, μην ολιγοκαρδίζης· διατί εσύ είσαι διαλεγμένος, και εδιωρίσθης να δουλεύσης διά παράδειγμα εις τους ανθρώπους της θρησκείας σου επειδή και μίαν ημέραν θέλουν ακούσει τα συμβάντα σου, και θέλουν ωφεληθή κατά πολλά». Ω ευγενικόν πουλί, εγώ εφώναξα εκστατικός εις τα όσα μου ωμιλούσεν· ειπές μου, διά ποίον θαύμα έχεις εσύ την χάριν να μιλής ως άνθρωπος; Εγώ είμαι απεκρίθη αυτό το πουλί του προφήτου Ισαάκ και έχω το χρέος να αγρυπνώ εις ετούτην την θάλασσαν, διά να βοηθώ τους ταλαιπώρους ανθρώπους, που έρχονται εις ετούτους τους τόπους, και ξεχωριστά τους Μουσουλμάνους· ώστε που αντί να θλίβεσαι, χαίρου και στάσου βέβαιος, ότι είνε ανταμοιβή εις τους καλούς διά τα βάσανα που υποφέρουν εις την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν.

Τι σκληρόν χέρι εφώναξα όλος τεταραγμένος από σπλάγχνος, ποίος βάρβαρος ημπόρεσε να τελέση τέτοιον ανόμημα εις τούτην την ευγενικήν κυράν· ας ανοίξη η γη να καταπιή ένα τέτοιον φονέα.

Ω αυθέντη, εφώναξα βλέποντάς τον, πώς είσαι εις αυτήν την κατάστασιν; Μα αυτός αντίς να μου αποκριθή, τρέχει και παίρνει ένα άλογον και καβαλλικεύοντάς το φεύγει με μέγαν φόβον χωρίς να μου ειπή λόγον· και καθώς εγώ εστοχαζόμουν μήπως του έτυχε κανένα εναντίον, έτσι αποφάσισα διά να τον ακολουθήσω.

Ειπέ τους όλους να φύγουν από τον δρόμον μας. Ήνοιξε την θύραν και, μολονότι δεν ήτο κανείς έξω εκεί, εφώναξα δυνατά: Φύγετε όλοι, πηγαίνετε εις τα σπίτια σας. — Δεν έμεινε κανείς έξω, Χρήστε. Πηγαίνωμεν. — Δεν ημπορώ να βλέπω το φως, πάτερ. Με πειράζει. Ο ήλιος επλησίαζεν εις την δύσιν του και αι τελευταίαι ακτίνες του εχύνοντο διά της ανοικτής θύρας εντός του πενιχρού δωματίου.

Αυτό είναι όλως διόλου άλλο, επρόσθεσεν ο Αλβέρτος, διότι άνθρωπος τον οποίον αφαρπάζουν τα πάθη του χάνει όλον το λογικόν του και θεωρείται, ως μέθυσος ως παράφρων· — Α! σεις οι φρόνιμοι άνθρωποι! εφώναξα χαμογελώντας Πάθος! Μέθη! Μανία! Στέκεσθε τόσον απαθείς και ακοινώνητοι, οι ηθικοί άνθρωποι!

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν